Άρθρο, Αφιέρωμα

Από τα Σεπόλια στην κορυφή του NBA

To καλοκαίρι του 2021 είναι γεμάτο από αθλητικά γεγονότα που τραβάνε το ενδιαφέρον ακόμα και όσων έχουν μία περιστασιακή σχέση με την αθλητική επικαιρότητα: Το Euro, το Προολυμπιακό τουρνουά μπάσκετ του Καναδά, η αποχώρηση του Βασίλη Σπανούλη από την ενεργό δράση και η Ολυμπιάδα του Τόκιο σχεδόν μονοπωλούν την αθλητική ειδησεογραφία. Ανάμεσα σε αυτά, η ξέφρενη πορεία του Greek Freak Γιάννη Αντετοκούνμπο και των πρωταθλητών της Ανατολικής Περιφέρειας Milwaukee Bucks προς τους τελικούς του NBA, όπου θα διεκδικήσουν το δεύτερο πρωτάθλημα της ιστορίας τους μετά το 1971, γεμίζει χαρά κάθε φίλαθλο στην Ελλάδα. Ο Νίκος Παπαδογιάννης ήταν παρών το 2017 στη Νέα Ορλεάνη, στην πρώτη συμμετοχή του Γιάννη Αντετοκούνμπο σε All-Star Game, και στο απόσπασμα από το βιβλίο του "Τα Ματς της ζωής μας" που ακολουθεί περιγράφει το μαγικό ντεμπούτο του έκτοτε δις MVP, ανάμεσα στους κορυφαίους παίκτες του κόσμου.

Επτά μήνες μετά το ατυχές Προολυμπιακό τουρνουά του 2016 στο Τορίνο, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο έλαβε την παρθε­νική του πρόσκληση για να παίξει σε All-Star Game του ΝΒΑ. Ναι, αυτός με την αβιταμίνωση. Αυτός που έζησε δεκαπέντε χρόνια με δανεικά σάντουιτς και μισοφαγωμένα σουβλάκια. Αυτός που κρυβόταν μαζί με τον αδελφό του στις εισόδους των πολυκατοικιών, για να αποφύγει τα ακροδεξιά τάγματα εφόδου της Αθήνας.

Αυτός που απέκτησε διαβατήριο και ανασύρθηκε από τα σκοτάδια μόνο και μόνο επειδή ήταν δύο μέτρα και ήξερε να καρφώνει την μπάλα στο καλάθι. Το φάντασμα. Ο παράνο­μος. Ο «λάθρο». Ο «Ακενοτούμπο».

«Τέτοιο κοσμοϊστορικό γεγονός δεν γίνεται να το χάσω», υποσχέθηκα στον εαυτό μου. Η Αμερική είναι το καλύτερό μου και ταυτόχρονα το χειρότερό μου. Καλύτερο, επειδή τί­ποτε δεν συγκρίνεται με ένα πολύωρο υπερατλαντικό ταξίδι και τη συναναστροφή με τον πλανήτη ΝΒΑ. Χειρότερο, επει­δή οι μεγαλουπόλεις της μου προξενούν κύματα ανίας, η δε νοοτροπία των κατοίκων της ωκεανούς αποστροφής.

Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, ο χειμώνας του 2016- 7 φόρεσε στον σβέρκο της ανθρωπότητας τον Ντόναλντ Τραμπ, που, και αυτός, αποκαλεί τους Αντετοκούνμπο αυτού του κόσμου «Ακενοτούμπο» και τους κοπανάει τις συνορια­κές μπάρες κατακέφαλα.

Να πάω ή να μην πάω; Το δίλημμα ήταν, για μερικές ώρες, βασανιστικό. Δεν ήθελα να καταθέσω ούτε σέντσι στην Αμε­ρική του Τραμπ, ούτε όμως σκόπευα να χάσω το σημαδιακό για το ελληνικό μπάσκετ και την ελληνική κοινωνία σουαρέ.

Ο κύβος ερρίφθη αβασάνιστα και ο γύψινος κουμπα­ράς-λεωφορείο που αγόρασα κάποτε στη Βαλέτα θρυμματί­στηκε εις τα εξ ων συνετέθη, μόλις μέτρησα εξ αποστάσεως τα θέλγητρα της πόλης που ανέλαβε τον ρόλο της οικοδέ­σποινας: Νέα Ορλεάνη. Τις μέρες του Mardi Gras.

Ο νότος της Αμερικής είναι βαθύτατα συντηρητικός, αλλά η Νέα Ορλεάνη αποτελεί σεσημασμένη νησίδα προοδευτικής σκέψης και βασίλειο των μειονοτήτων. «Αυτό το ρατσιστικό, ομοφοβικό, σεξιστικό, ξενοφοβικό γουρούνι δεν είναι ο δικός μου πρόεδρος», έγραφε αντί καλωσορίσματος το εστιατόριο που διάλεξα για το πρώτο μεσημεριανό γεύμα, σε μια γειτονιά που κάποτε πνίγηκε στα τοξικά νερά του τυφώνα Κατρίνα.

Οι πανέμορφες επαύλεις που παραπέμπουν στην εποχή του Όσα παίρνει ο άνεμος αναδίδουν άρωμα αποικιοκρατίας, αλλά οι ντόπιοι παππούδες θυμούνται την εποχή της καφετί σακούλας («όποιος έχει δέρμα πιο σκούρο από αυτή τη σα­κούλα είναι ανεπιθύμητος σε αυτό το σπιτικό») και αρνού­νται να πλησιάσουν.

Από κάθε κατώφλι ακούγονται τρομπόνια, σαξόφωνα και καλλίφωνα μαύρα λαρύγγια. Στους βάλτους που περιστοιχί­ζουν την πόλη κολυμπούν πεινασμένοι αλιγάτορες, οι οποίοι περιμένουν καρτερικά όποιον αφηρημένο τουρίστα ξεχάσει το χέρι του έξω από το χόβερκραφτ.

Ο Μισισιπής κατεβάζει τα νερά του ήρεμος προς τον Κόλ­πο του Μεξικού, ωστόσο η απειλή της φουσκονεριάς και η θύμηση των 1.800 νεκρών του 2005 μοιάζει να καραδοκεί με­ρικά εκατοστά κάτω από την επιφάνεια.

Το γαλλικό Καρτιέ με την Μπέρμπον Στριτ προσελκύει τους τουρίστες σαν πολύβουος μαγνήτης, αλλά η αληθινή ζωή είναι παραέξω, στα μεθυσμένα δρομάκια, εκεί όπου μπλέχτηκα με το πλήθος και χόρεψα στις πλουμιστές απο­κριάτικες παρελάσεις. Κυκλοφορούσα με μπλουζάκι που στην πλάτη έγραφε το στριφνό επώνυμο «Antetokounmpo» και συναντούσα παντού Έλληνες εμιγκρέδες. Και ξένους θαυμαστές.

«The Greeeeeek Freaaaaaak», φώναξε κάποιος αργόσχο­λος, σαν κονφερασιέ γηπέδου, από ένα παγκάκι στην παρα­ποτάμια προκυμαία. «Εμείς ήρθαμε στο Αμέρικα από τη Χίο, αλλά ο ιδιοκτήτης του καφέ κατάγεται από την Τρίπολη», μου είπε με σπασμένα ελληνικά μια οκταμελής παρέα από μεσήλικες στη Γαλλική Αγορά. «Να πάτε στο ντελικατέσεν “Casa Angelo”, ο ιδιοκτήτης ο Βαγγέλης ήταν ναυτικός και εγκαταστάθηκε εδώ πριν από δεκαετίες. Η εκκλησία μας βρί­σκεται στο Πάρκο Σίτι, κοντά στη συνοικία Τρεμέ».

Το Treme του ΗΒΟ ήταν από τις αγαπημένες μου τηλεο­πτικές σειρές, πολύ πριν οι άνεμοι με φέρουν στα χνάρια των βιρτουόζων της τζαζ και των μαινάδων της πατροπαράδοτης μαύρης μαγείας. Το τελευταίο μου προσκύνημα πριν ανάψουν οι προβολείς του μπάσκετ πραγματοποιήθηκε στον τάφο της ιέρειας των βουντού, Μαρί Λαβό. Με ελαφριά περπατησιά, μην τυχόν και ξυπνήσω κανέναν δαίμονα.

To πρόβλημά μου στη Νέα Ορλεάνη ήταν ότι τα βράδια όφειλα να εγκαταλείψω το νοικιασμένο σπίτι στο πλημμυρό­πληκτο Έβδομο Κάτω Μετόχι και να πάω στο μπάσκετ. Τα αμέτρητα μπλουζάκια με το όνομα του Γιάννη Αντετοκούν­μπο –πολύ πριν αυτός γίνει MVP και μόδα– μου έφτιαχναν τη διάθεση, καθώς προσπερνούσα το θεόρατο τσιμεντένιο «Σού­περντομ», όπου στεγάστηκαν προσωρινά, κακήν-κακώς, οι ξεσπιτωμένοι της Κατρίνα.

«Χάρη στον Αντετοκούνμπο, έμαθαν επιτέλους οι Αμερι­κανοί να προφέρουν σωστά το όνομά μου», αστειεύτηκε ένας Έλληνας ομογενής που με πρόσεξε να βαδίζω σημαιοστολι­σμένος προς το γήπεδο. «Λέγομαι Γιαννιάς και η καταγωγή μου είναι από την Πελοπόννησο. Μέχρι που εμφανίστηκε ο Γιάννης, όλοι με έλεγαν Τζιάνιας ή κάπως έτσι».

Ο ίδιος ο Γιάννης ευχαριστήθηκε το παρθενικό All-Star Weekend της ζωής του όσο λίγοι. Το ίδιο το ματς, όμως, δεν το χάρηκε. Ταξίδεψε στη Νέα Ορλεάνη όχι για να συμμετά­σχει σε ανούσιο ντεφιλέ με φλας, καναπεδάκια και καμπανί­τη, αλλά για να παίξει μπάσκετ.

Στην πρώτη κιόλας φάση του All-Star Game, o Γιάννης Αντετοκούνμπο προσπάθησε να στήσει ένα πικ-εντ-ρολ, μέ­χρι που πρόσεξε το απορημένο βλέμμα του ΛεΜπρόν Τζέιμς και το εγκατέλειψε.

Δευτερόλεπτα αργότερα σταμάτησε με τάπα τον Άντονι Ντέιβις, ενώ λίγο πιο μετά πέτυχε τον Τζέιμς Χάρντεν στο χασμουρητό, του έκλεψε την μπάλα και την κάρφωσε με «ανεμόμυλο».

Τι κάνεις, βρε αγόρι μου; Τι κάνεις, λεβέντη μου; Ποιος σου είπε ότι ένα All-Star Game είναι αγώνας μπάσκετ;

«Εάν συνεχίσει έτσι, θα αρχίσουν να τον στραβοκοιτάζουν οι άλλοι», λέγαμε μεταξύ σοβαρού, αστείου και σοβαρού στα ορεινά. O Γιάννης ήταν ο ένας και μοναδικός που έπαιζε μπα­σκετάκι μέσα στη χαρούμενη παρέα –των έμπειρων, βαριε­στημένων περπατημένων– που έκανε καφενείο…

Το πανικόβλητο τιμ που κρατούσε στατιστικά με ταχύτητα πανικόβλητης γαζέλας τού πίστωσε με έκπτωση μόνο δύο από τα τέσσερα κλεψίματα που στην πραγματικότητα έκανε, πριν ο προπονητής Μπραντ Στήβενς τον αποσύρει στον πάγκο.

Μπάσκετ θέλει να παίζει το παιδί μας, όχι κουκλοθέατρο.

Το χάι-φάιβ του ΛεΜπρόν Τζέιμς ήταν η τελευταία πράξη του Γιάννη στο εναρκτήριο δεκάλεπτο του αγώνα. Έμελλε να γράψει η ιστορία ότι ο Αντετοκούνμπο έβαλε το πρώτο, αλλά και το αποχαιρετιστήριο, καλάθι του αγώνα…

Μόλις ο Γιάννης έφυγε ανενόχλητος στον αιφνιδιασμό για ένα από τα 14 καρφώματά του, ο Στεφ Κάρι ξάπλωσε για πλάκα στο παρκέ και έκλεισε τα μάτια. Όταν όμως ο κοντοπί­θαρος Κάρι προσπάθησε με τη σειρά του να καρφώσει (μέσα σε εκκωφαντικά επιφωνήματα προσμονής από το κοινό), ο Γιάννης απογειώθηκε για να τον σταματήσει!

Τι στην ευχή κάνεις, παλικάρι μου;

Αργότερα εθεάθη να τρέχει στην άμυνα για να μαρκάρει τον ευρισκόμενο σε θέση οφσάιντ Ντουράντ, έκανε σκριν με φανατισμό για να περάσει συμπαίκτης, κυνήγησε επιθετικά ριμπάουντ πάνω από διάφορα αδιάφορα κεφάλια, έπραξε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να χαλάσει την πιάτσα.

Στο ημίχρονο, όσο όλοι ανεξαιρέτως οι συμπαίκτες του περίμεναν αραχτοί στον πάγκο το σινιάλο για το ξεκίνημα, ο Γιάννης έκανε προπόνηση στα τρίποντα με τη βοήθεια ενός ball boy που τον έπαιζε άμυνα.

«Όποιος θέλει να καλαμπουρίσει, μίστερ Ντουράντ, ας πάει σε παιδική χαρά και όχι σε γήπεδο μπάσκετ», έμοιαζε να λέει με τη στάση του ο δικός μας.

Είχε και άλλη ερμηνεία βεβαίως η τακτική του: «Δεν μου φτάνει να είμαι εδώ, θέλω να κερδίσω και το ΜVP».

Και γιατί όχι, παρακαλώ; Η πλάκα τελειώνει μόλις ο αθλητής περάσει τις τέσσερις γραμμές του γηπέδου. Μήπως ο Μάικλ Τζόρνταν του Τελευταίου χορού αστειευόταν στα All-Star Game; Μήπως ο Γκάλης αστειευόταν; Ο Γιαννάκης; Οι δράκοι του παρκέ δεν αστειεύονται ποτέ.

Ο Γιάννης που στην ψυχή του ήταν ακόμη Γιαννάκης ανα­νέωσε τα κύτταρά του και επέστρεψε στο Μιλγουόκι (εκλε­κτός προσκεκλημένος στο ιδιωτικό αεροπλάνο του προέδρου των Μπακς) με τις μπαταρίες γεμάτες.

«Θα ήθελα να είναι πιο ανταγωνιστικό το ματς», ομολό­γησε με το πιο φωτεινό του χαμόγελο. «Το είπα στους άλλους στο ημίχρονο, ότι στη συνέχεια θα τα δώσω όλα, είτε με ακο­λουθήσουν είτε όχι! Είχα τέσσερις μέρες να παίξω κανονικό αγώνα και μου φαινόταν σαν να είχε περάσει ένας χρόνος…»

«Σας αγαπώ όλους», μας είπε ελληνιστί στο τέλος – εμάς τους τυχερούς 5-10 Έλληνες που ταξιδέψαμε από την πα­τρίδα για να τον καμαρώσουμε και πήγαμε στο γήπεδο φο­ρώντας φανελάκια AΝΤΕΤΟΚΟUNMPO, σαν μικρά παιδιά. «Την Ελλάδα την κουβαλάω πάντοτε στην καρδιά μου και στις αποσκευές μου».

Το είδα από κοντά, το έζησα, ξόδεψα μία περιουσία για να λέω στο μέλλον ότι ήμουν παρών με σάρκα και οστά, και πάλι δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι είναι αλήθεια. Έλληνας μπα­σκετμπολίστας έπαιξε βασικός σε All-Star Game του ΝΒΑ. Και πέτυχε χαλαρά 30 πόντους στο ντεμπούτο του.

Έλληνας. Τριάντα. All-Star Game. Και ήμουν εκεί. Στο πρώτο, από τα πολλά που θα ακολουθήσουν. Οι υπόλοιποι παίκτες έκλειναν πονηρά το μάτι στους ρά­περ, τους ηθοποιούς, τα φωτομοντέλα και τους Ροναλντίνιο που συνωστίζονταν στην κερκίδα των προσκλησάκηδων, αλλά ο Γιάννης είχε μάτια μόνο για τη φαμίλια του.

Μακριά από τους πολλούς προβολείς, τον παρακολου­θούσαν και φούσκωναν από υπερηφάνεια όλα τα αδέλφια του, η κοπέλα που τρία χρόνια αργότερα θα του χάριζε το πρώτο του παιδί και φυσικά οι ευτυχείς γονείς του, έτη φωτός ξεχωρισμένοι από τον καιρό της πείνας και της βιοπάλης.

O δύστυχος πατέρας, Τσαρλς, είχε μπροστά του μόλις επτά μήνες ζωής, πριν εγκαταλείψει ξαφνικά αυτόν τον μάταιο κό­σμο προδομένος από την καρδιά του, σε ηλικία μόλις 54 ετών.

Ο μικρούλης Τσαρλς ο νεότερος ξεμύτισε κλαψουρίζοντας από τα σπλάχνα της Μαράια Ριντλσπρίνγκερ στις αρχές Φε­βρουαρίου του 2020, λίγες μέρες πριν το τέταρτο σερί All- Star Game του μπαμπά της.

Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι πλέον ο φορέας μίας κλη­ρονομιάς που φωτίζει με χαμόγελο και ήθος ολόκληρη την αφιλόξενη Ελλάδα. Ο άνθρωπος μπάσκετ του 21ου αιώνα.

Την τυφλή αλλά διορατική τύχη που τον βοήθησε να απο­φύγει τα κύματα του Αιγαίου και τα πογκρόμ του made in Greece ρατσισμού θα την ευγνωμονούμε όσο ακούγεται στη χώρα ο χτύπος της πορτοκαλί μπάλας.

 

Περισσότερα για το βιβλίο του Νίκου Παπαδογιάννη  Τα ματς της ζωής μας εδώ.

Αφήστε μια απάντηση