Είσαι 32 χρονών, έχεις καταρρίψει το πανελλήνιο ρεκόρ στα 10 χιλιόμετρα, ολοκληρώνοντας το Ολυμπιακό σου όνειρο το 2016 στο Ρίο, κι έχεις ήδη γίνει βραβευμένη συγγραφέας και σκηνοθέτις. Τα κείμενά σου έχουν βρει τη θέση τους σε New York Times, Runner’s World, Women’s Running, Sports Illustrated, The Atlantic και Outside. Και πέρα από όλα αυτά, έχεις μεγαλώσει κάτω από τη σκιά της αυτοκτονίας της μητέρας σου που συνέβη όταν εσύ ήσουν μόλις τεσσάρων ετών. Πολλά χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ο στρόβιλος της κατάθλιψης πιάνει κι εσένα, και για ακόμη μία φορά βγαίνεις νικήτρια. Αν τα έκανες όλα αυτά, τότε είσαι η Alexi Pappas. Και δικαίως φέρεις τον τίτλο της «Γενναίας».
Στη «Γενναία», η Pappas μοιράζεται άφοβα και ειλικρινά τη μάχη της με την κατάθλιψη και περιγράφει πώς βγήκε στη φωτεινή πλευρά της ζωής ως χειραφετημένη γυναίκα. Η «Γενναία» ιστορία της Ελληνοαμερικανίδας δρομέα Alexi Pappas, κυκλοφορεί για να μας υπενθυμίσει πόσο γενναίοι μπορούμε να γίνουμε εμείς οι ίδιοι, ενάντια σε κάθε συνθήκη.
Διαβάστε ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Γενναία» που κυκλοφορεί στις 14 Απριλίου.
Τέσσερις Αναμνήσεις από τη Μητέρα μου
Είχα τη συνήθεια να ταΐζω τις πάπιες που ζούσαν στη λιμνούλα πίσω από το σπίτι μας. Ο μπαμπάς μου ερχόταν πού και πού μαζί μου, αλλά τις πιο πολλές φορές πήγαινα μόνη μου ‒ η λιμνούλα γειτόνευε με την πίσω αυλή μας και ήταν εύκολο να το σκάω χωρίς να με παίρνουν είδηση. Η μέρα που προτιμούσα να ταΐζω τις πάπιες ήταν το Σάββατο, όταν υπήρχαν πλήθος μαμάδες και κόρες. Είμαι βέβαιη ότι υπήρχαν κι άλλοι, όμως εμένα με ενδιέφεραν περισσότερο οι μαμάδες και οι κόρες.
Οι μαμάδες ήταν για μένα σαν εξωγήινες, άγνωστα πλάσματα που μπορούσα να τα βλέπω μόνο έξω από το σπίτι μου. Τις παρακολουθούσα από το παρατηρητήριό μου, πάνω σ’ έναν σωρό από πριονίδι, καθώς περπατούσαν στον ποδηλατόδρομο κατά μήκος της όχθης της λίμνης. Η εμμονική παρακολούθηση αυτών των γυναικών ήταν ένας ψυχαναγκασμός ακόμα μεγαλύτερος κι από το κόλλημα με τα κινούμενα σχέδια τα πρωινά του Σαββάτου.
Οι μαμάδες περπατούσαν πάντα με μια σακούλα μπαγιάτικο ψωμί στο ένα χέρι και το χεράκι της κόρης τους στο άλλο. Ήθελα τόσο απεγνωσμένα να βιώσω την αίσθηση να μου κρατάει το χέρι μια γυναίκα που περπατούσε μισό βήμα μπροστά μου. Όπου κι αν πήγαινε, θα πηγαίναμε μαζί.
Τα δίδυμα μαμάς-κόρης ανακατεύονται στο μυαλό μου και δημιουργούν την ίδια εικόνα: η κόρη να κοιτάει τη μαμά καθώς εκείνη έκοβε κομμάτια από το μπαγιάτικο ψωμί για να τα ρίξει η κόρη στο νερό, λες και το παιδί δεν μπορούσε να κόψει μόνο του το ψωμί. Αν οι πάπιες έρχονταν πολύ κοντά, η μαμά έμπαινε στη μέση, σαν ασπίδα προστασίας ανάμεσα στο πολύτιμο βλαστάρι της και στο επιτιθέμενο τσούρμο που έκρωζε. Έδιωχνε τις πάπιες που τρόμαζαν την κορούλα της και μετά γονάτιζε, την κοίταζε καλά καλά, τα δυο τους πρόσωπα σαν αποκομμένα από τον υπόλοιπο κόσμο, και της έλεγε πως όλα ήταν μια χαρά. Σκούπιζε τα δάκρυα από τα μάγουλα της κόρης της και τα ροκανίδια από τους αστραγάλους της, σαν να ήθελε να την κάνει πάλι όπως ήταν πριν. Δεν έμοιαζε καν κάτι ιδιαίτερο το να παρηγορεί η μητέρα την κόρη της ‒ ήταν εξίσου φυσικό και αθώο με την αναπνοή. Εκείνες τις στιγμές ήθελα τόσο πολύ να μπω στην ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν, να νιώσω τον ζεστό αέρα μέσα της. Ένιωθα ζήλια, αλλά και περιέργεια. Δεν κατάφερνα να στρέψω το βλέμμα μου αλλού, όπως όταν είσαι μικρή και είσαι αναγκασμένη να κοιτάς τον αδελφό σου να ανοίγει τα δώρα του στα γενέθλιά του.
Μου άρεσε να βλέπω τις μαμάδες να μιλάνε σε άλλες μαμάδες, μεταφράζοντας μάλιστα κάθε φορά που το παιδί τους ήθελε να προσθέσει κάτι στη συζήτηση, πάντα με τόση κατανόηση η μια για την άλλη, να κουνάνε το κεφάλι, να χαμογελάνε, να γελάνε. Σκεφτόμουν ότι η δική μου μαμά μάλλον δεν καταλάβαινε ότι θα μπορούσε να πάει στο πάρκο για να βρει άλλους ανθρώπους και να τους μιλήσει.
Μου άρεσε που οι μαμάδες άκουγαν τους υπερβολικά περιγραφικούς μονολόγους των παιδιών τους λες και μοιράζονταν μαζί τους κάποιες βαρυσήμαντες πληροφορίες, πριν η μαμά τελικά αποφασίσει διακριτικά αν χρειαζόταν να προσθέσει κάτι από τη δική της σοφία. Ένας από τους πιο συνηθισμένους διαλόγους ήταν όταν το παιδί έλεγε στη μαμά του ότι πεινούσε, αλλά μόλις η μαμά τού πρόσφερε υγιεινά σνακ όπως μια φέτα μήλο ή λίγο σέλινο, το παιδί έλεγε ΟΧΙ σε όλες αυτές τις επιλογές και η μαμά απαντούσε: «Άρα τελικά μάλλον δεν πεινάς και τόσο πολύ!». Ακολουθούσε διαπραγμάτευση, και παιδί και μαμά έφταναν σε συμφωνία για τα ποσοστά μήλου και ζαχαρωτών που θα επιτρεπόταν να φάει το παιδί. Εγώ δεν διαπραγματευόμουν ποτέ για τίποτα με τον μπαμπά μου και δεν είχα ιδέα πώς αυτά τα παιδιά μπορούσαν να διαπραγματεύονται με τις μητέρες τους ‒ τι είδους διαπραγματευτική δύναμη μπορούσε να έχει ένα παιδί; Αν ήμουν στη θέση τους, με μεγάλη χαρά θα έτρωγα εκείνες τις φέτες από το μήλο, που ήταν μάλιστα και καθαρισμένες από τα κουκούτσια!
Κάθε κοριτσάκι παρακολουθεί και σέβεται τις μεγαλύτερες γυναίκες γύρω του. Υπάρχει μέσα του μια έμφυτη επιθυμία να τις θαυμάζει και να θέλει να γίνει σαν αυτές. Το ξέρω, γιατί μαζί με την ξαδέλφη μου κατασκοπεύαμε τη θεία μου όταν ετοιμαζόταν να βγει το βράδυ για φαγητό και μιμούμασταν τα δάχτυλά της καθώς κούμπωνε το σουτιέν της. Τα κοριτσάκια παραφυλάνε όταν η μαμά τους μιλάει στο τηλέφωνο με τις φίλες της, ρουφώντας τα κουτσομπολιά που σχεδόν σίγουρα θα παρερμηνεύσουν και θα παπαγαλίσουν στις δικές τους φίλες. Τα κοριτσάκια στέκονται πολύ κοντά στη μαμά τους και την παρακολουθούν στις τουαλέτες του αεροδρομίου. Κοιτάζουν προσεκτικά τη μαμά τους όταν τα σκουπίζει. Κι αυτά είναι βλέμματα βαθιάς ανάγκης, σαν οι μητέρες τους να τα κάνουν πάντα όλα να είναι μια χαρά.
Φαντάζομαι όλα τα κοριτσάκια σαν πατάτες, σαν ωμούς βολβούς με θαυμαστές δυνατότητες που περιμένουν απλώς να τους πλάσει η μαμά-σεφ τους. Είτε η μαμά σου σε κάνει με αγάπη πατάτες Χάσελμπακ, είτε σε πετάξει στον φούρνο μικροκυμάτων, είτε είναι εντελώς απούσα, θα σε επηρεάσει. Η δική μου μητέρα έδωσε τέλος στη ζωή της πριν προλάβει να με κάνει οτιδήποτε. Ήμουν τεσσάρων ετών, σχεδόν πέντε. Η πιο σημαντική κληρονομιά που μου άφησε ήταν η αυτοκτονία της. Προσπαθώ να φανταστώ πώς είναι να σε πλένουν, να σε στεγνώνουν, να σε ξεφλουδίζουν, να σε στριφογυρίζουν κάτω από το ζεστό νερό κι έπειτα να σε σπρώχνουν μαλακά μέσα σ’ έναν φούρνο και να σου ρίχνουν πού και πού λίγο νερό. Αλλά είναι εντελώς διαφορετικό να μη σ’ αγγίζουν καν ποτέ, να σ’ αφήνουν μόνη στο ντουλάπι να πετάς φύτρες και να τα βγάζεις πέρα μόνη σου.
Πριν πεθάνει, η μητέρα μου μπαινόβγαινε στη ζωή μου σαν τον φασουλή στο κουτί με το ελατήριο. Στα τέσσερά μου ήξερα ότι ήταν άρρωστη, απλώς δεν πολυκαταλάβαινα τι σήμαινε αυτό. Σ’ αυτή την ηλικία άρρωστος σημαίνει να φτερνίζεσαι ή ίσως να παθαίνεις καμιά μόλυνση στο αυτί. Ήταν εύκολο να εντοπίζεις τα συμπτώματα και γινόσουν καλά αν έπαιρνες κάποιο γλυκό και γλοιώδες φάρμακο με κοκκινωπό χρώμα. Όμως τίποτε απ’ αυτά δεν ίσχυε για την ψυχική ασθένεια της μητέρας μου. Η κατάθλιψη είναι μια αόρατη αρρώστια. Τότε οι περισσότεροι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν ότι η κατάθλιψη είναι μια ασθένεια σαν οποιαδήποτε άλλη. Η κατάθλιψη είναι κάτι που έχεις, όχι κάτι που είσαι. Το στίγμα της κατάθλιψης ξεκινάει από τον τρόπο που μιλάμε γι’ αυτή και τις ταμπέλες που της βάζουμε. Αυτά, όμως, δεν τα καταλάβαινα όταν ήμουν παιδί. Περίμενα να ακούσω τη μαμά να φτερνίζεται και την άκουγα μόνο να ουρλιάζει.
Τη μητέρα μου έπρεπε να τη φυλάνε σ’ ένα ειδικό μέρος, κλειδωμένη, για να την προστατεύσουν από τον εαυτό της. Ακόμα κι εκεί, όμως, δεν ήταν απόλυτα ασφαλής. Σύμφωνα με τις εκθέσεις των γιατρών της, κάποτε έβαλε φωτιά στο δωμάτιό της και στον εαυτό της. Την πήραν είδηση οι νοσοκόμες κι έτσι δεν πέθανε εκείνη τη μέρα. Τι πρέπει να νιώθεις μέσα σου για να βάλεις φωτιά στο κορμί σου; Μήπως νιώθεις να καίγεσαι εσωτερικά και πρέπει να βγάλεις τη φωτιά έξω ή μήπως δεν νιώθεις μέσα σου τίποτα και ίσως το να βάλεις φωτιά στο κρεβάτι σου στο νοσοκομείο και να ξαπλώσεις πάνω του είναι ο μόνος τρόπος για να νιώσεις κάτι; Με πήγαιναν να τη δω με τον τρόπο που γίνονται τα επισκεπτήρια στις φυλακές, σε συγκεκριμένες ώρες και έπειτα από εξονυχιστικό έλεγχο, αλλά δεν θυμάμαι τίποτε άλλο εκτός από ψυχρούς άσπρους τοίχους και λάμπες φθορισμού.
Η μητέρα μου ήταν για μένα ένα βαθύ μυστήριο. Νοερά την έβλεπα πανύψηλη, πράγμα πολύ αστείο γιατί αργότερα έμαθα ότι δεν ήταν ούτε ένα πενήντα. Εγώ τώρα είμαι πολύ πιο ψηλή από εκείνη, αλλά ακόμα κι έτσι σ’ όλα τα σενάρια που πλάθω με τη φαντασία μου και τα οποία θέλουν να τη συναντώ ξανά είναι ακόμα, άγνωστο πώς, ψηλότερη από μένα. Συνήθως φορούσε νάιλον αθλητικά φούτερ που θρόιζαν με ασορτί παντελόνια και μπουφάν. Δεν μπορώ να τη θυμηθώ να φοράει ποτέ τίποτε άλλο εκτός από εκείνες τις φόρμες. Κάθε φορά που φοράω ασορτί φόρμες σήμερα είναι σαν να της γνέφω στα κρυφά. Κατά καιρούς επέτρεπαν στη μητέρα μου να έρθει στο σπίτι. Ήταν κάτι που όλοι στην οικογένειά μου το περιμέναμε πώς και πώς. Σήμαινε ότι είχε σημειώσει αρκετή πρόοδο στις σχέσεις της με τους άλλους ώστε να πάρει εξιτήριο από το άσυλο. Ακόμα και ως νήπιο καταλάβαινα ότι ήταν κάτι πολύ σημαντικό, όπως όταν ένας μπαμπάς αγοράζει για κάθε μέλος της οικογένειάς του από έναν φρέσκο αστακό. Σπουδαίο γεγονός! Όταν όμως η μητέρα μου ερχόταν στο σπίτι, ποτέ δεν έδειχνε να ανήκει εκεί. Θυμάμαι πως ήξερα ότι μαμά και κόρη θεωρητικά πρέπει να νιώθουν κοντά και άνετα η μια με την άλλη, αλλά με τη μητέρα μου ποτέ δεν το κατάφερα αυτό.
Δεν με θυμάμαι ούτε καν να την αγκαλιάζω. Είμαι βέβαιη ότι κι εκείνη συναισθανόταν αυτή την αμηχανία, που μάλλον δυσκόλευε ακόμα περισσότερο την επιστροφή της στο σπίτι ‒ ειδικά την επιστροφή στο σπίτι όπου βρισκόμασταν ο αδελφός μου κι εγώ, δύο μικρούλες πατάτες που μεγάλωναν και διαμορφώνονταν όπως να ’ναι και που ήταν πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από την τελευταία φορά που τις είχε δει. Φαντάζομαι ότι μάλλον ένιωθε όλο και πιο αποκομμένη από μας και ίσως άρχιζε ήδη να σκέφτεται ότι θα ήταν καλύτερα να έφευγε πάλι.
Παρόλο που πιθανόν να ήθελε να αυτοκτονήσει για να εξαφανιστεί, υπάρχουν πράγματα για εκείνη που δεν θα μπορέσω να ξεχάσω ποτέ. Τέσσερις αναμνήσεις έχω μόνο από τη μητέρα μου, και οι τρεις είναι άσχημες. Κάθονται συνέχεια στο πίσω μέρος του μυαλού μου, σαν μια κυρία σε μια πράσινη βελούδινη σεζλόνγκ που τον περισσότερο καιρό χάνεται στο φόντο, αλλά κάπου κάπου μου κλείνει το μάτι και μου γνέφει για να την προσέξω. Θυμάμαι ότι είναι παρούσα σ’ όλες τις λάθος στιγμές. Και σιγά σιγά μαθαίνω να της γνέφω κι εγώ.
Αποκτήστε τη «Γενναία» της Alexi Pappas εδώ.