«Ο Garrison Keillor* περιγράφει περίφημα τη φανταστική πόλη της Λίμνης Γουόμπεγκον ως ένα μέρος όπου “όλες οι γυναίκες είναι δυνατές, όλοι οι άνδρες είναι ωραίοι και όλα τα παιδιά είναι πάνω από τον μέσο όρο”. Για αυτό τον λόγο, οι ψυχολόγοι μερικές φορές χρησιμοποιούν τη φράση “φαινόμενο της Λίμνης Γουόμπεγκον” για να περιγράψουν την κοινή τάση να θεωρούμε τον εαυτό μας ανώτερο από τους άλλους σε μια μακρά λίστα επιθυμητών χαρακτηριστικών προσωπικότητας. Για παράδειγμα, η έρευνα έχει δείξει ότι το 85% των μαθητών πιστεύει ότι είναι πάνω από τον μέσο όρο όσον αφορά τις καλές σχέσεις με τους άλλους. Το 94% του ακαδημαϊκού διδακτικού προσωπικού πιστεύει ότι είναι καλύτεροι δάσκαλοι από τους συναδέλφους τους, και το 90% των οδηγών πιστεύει ότι είναι καλύτεροι από τους άλλους οδηγούς. Ακόμη και άνθρωποι που προκάλεσαν πρόσφατα τροχαίο ατύχημα πιστεύουν ότι είναι άριστοι οδηγοί! Η έρευνα δείχνει ότι οι άνθρωποι έχουν την τάση να πιστεύουν ότι είναι πιο ευχάριστοι, πιο λογικοί, πιο δημοφιλείς, πιο εμφανίσιμοι, πιο ωραίοι, πιο αξιόπιστοι, πιο σοφοί και πιο έξυπνοι από τους άλλους. Κατά ειρωνικό τρόπο, οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν επίσης ότι είναι πάνω από τον μέσο όρο όσον αφορά την ικανότητά τους να βλέπουν τον εαυτό τους αντικειμενικά. Φυσικά, λογικά μιλώντας, εάν οι αντιλήψεις που έχουμε για τον εαυτό μας ήταν ακριβείς, μόνο οι μισοί άνθρωποι θα έλεγαν ότι είναι πάνω από τον μέσο όρο σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο χαρακτηριστικό και οι άλλοι μισοί θα παραδέχονταν ότι είναι κάτω του μέσου όρου. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει σχεδόν ποτέ. Είναι απαράδεκτο να είσαι μέτριος στην κοινωνία μας, οπότε λίγο πολύ όλοι φοράνε ροζ γυαλιά, τουλάχιστον όταν κοιτάζονται στον καθρέφτη. Πώς αλλιώς μπορούμε να εξηγήσουμε όλους εκείνους τους διαγωνιζόμενους του American Idol με οριακό ταλέντο που δείχνουν τόσο ειλικρινά σοκαρισμένοι όταν τίθενται εκτός του διαγωνισμού;

Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η τάση να βλέπει κανείς τον εαυτό του ως καλύτερο και ανώτερο από τους άλλους εντοπίζεται κυρίως σε ατομικιστικές κουλτούρες, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η αυτοπροβολή είναι τρόπος ζωής. Πού αλλού θα μπορούσε να την είχε βγάλει καθαρή ο Μοχάμεντ Άλι με τη φράση: “Δεν είμαι ο καλύτερος. Είμαι δυο φορές καλύτερος”; Σε πιο κολεκτιβιστικούς πολιτισμούς, όπου η έπαρση αποδοκιμάζεται, οι άνθρωποι δεν είναι πιο μετριοπαθείς; Η απάντηση είναι ναι, οι περισσότεροι Ασιάτες πιστεύουν ότι είναι πιο μετριοπαθείς από τους άλλους. Η έρευνα υποστηρίζει ότι όλοι οι άνθρωποι ενισχύουν την εικόνα τους, αλλά μόνο σε σχέση με εκείνα τα χαρακτηριστικά που εκτιμά ο πολιτισμός τους. Ενώ οι Αμερικανοί τείνουν να πιστεύουν ότι είναι πιο ανεξάρτητοι, αυτοδύναμοι, πρωτότυποι και αρχηγικοί από τον μέσο Αμερικανό, οι Ασιάτες τείνουν να πιστεύουν ότι είναι πιο συνεργάσιμοι, αυτοθυσιαστικοί, σεβαστικοί και ταπεινοί από τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας τους. Είμαι πιο σεμνός από εσένα! Σχεδόν παντού ισχύουν τα ίδια.

Και δεν βλέπουμε μόνο τον εαυτό μας ως “καλύτερο”, αλλά και τους άλλους ως “χειρότερους”. Οι ψυχολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο “καθοδική κοινωνική σύγκριση” για να περιγράψουν την τάση μας να βλέπουμε τους άλλους από αρνητική σκοπιά, έτσι ώστε σε αντιδιαστολή να μπορούμε να νιώθουμε ανώτεροι. Εάν προσπαθώ να χρυσώσω το δικό μου εγώ, να είσαι σίγουρος ότι θα προσπαθήσω να αμαυρώσω το δικό σου. “Σίγουρα είσαι πλούσιος, αλλά κοίτα αυτό το φαλακρό σημείο στο κεφάλι σου!” Αυτή η τάση απεικονίστηκε έξοχα στην ταινία Mean Girls.* Η ταινία βασίστηκε μάλιστα στο βιβλίο μη μυθοπλασίας Queen Bees and Wannabes της Rosalind Wiseman, το οποίο περιγράφει το πώς διατηρούν την κοινωνική τους θέση οι κλίκες των κοριτσιών στο γυμνάσιο. Το Mean Girls αφηγείται την ιστορία τριών όμορφων, πλουσίων και καλοντυμένων κοριτσιών που φαίνεται να τα έχουν όλα. Σίγουρα έτσι πιστεύουν. Όπως λέει η μια τους: “Λυπάμαι που οι άνθρωποι με ζηλεύουν τόσο πολύ… Δεν φταίω εγώ που είμαι τόσο δημοφιλής”. Τα κορίτσια ωστόσο είναι μισητά παρά τη δημοτικότητά τους. Η κλίκα διατηρεί κάτι που ονομάζεται “Burn Book” – ένα άκρως απόρρητο σημειωματάριο γεμάτο φήμες, μυστικά και κουτσομπολιά για τα άλλα κορίτσια του σχολείου. “Βλέπετε” λέει μία “κόψαμε φωτογραφίες των κοριτσιών από το βιβλίο της επετηρίδας και μετά γράψαμε τα σχόλια. ‘Η Τρανγκ Πακ είναι ένα θλιβερό μικρό τσ**λάκι’. Εξακολουθεί να ισχύει. ‘Η Ντόουν Σβάιτσερ είναι μια χοντρή παρθένα’. Εξακολουθεί να ισχύει κατά το ήμισυ”. Όταν η ύπαρξη του σημειωματάριου αποκαλύπτεται στην κοινότητα του σχολείου, ξεσπούν επεισόδια. Η ταινία γνώρισε μεγάλη επιτυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες και άγγιξε μια πολύ ευαίσθητη χορδή στο κοινό. Αν και σε μεγάλο βαθμό υπερβάλλει για να τονιστεί το κωμικό στοιχείο, το φαινόμενο του κακού κοριτσιού (ή αγοριού) είναι κάτι με το οποίο είμαστε πολύ εξοικειωμένοι.

Αν και οι περισσότεροι από εμάς δεν φτάνουμε στο σημείο να διατηρούμε ένα “Burn Book”, είναι πολύ συνηθισμένο να αναζητούμε ελαττώματα και ελλείψεις στους άλλους ως έναν τρόπο για να αισθανόμαστε καλύτερα με τον εαυτό μας. Για ποιον άλλο λόγο μας αρέσουν οι φωτογραφίες διασημοτήτων που δείχνουν αποκαλυπτικά ατυχήματα με μαγιό, στιλιστικά ατοπήματα ή εντελώς ατυχή χτενίσματα; Αυτή η προσέγγιση, εάν και ικανοποιεί το εγώ για μερικά λεπτά, έχει μερικά σοβαρά μειονεκτήματα. Όταν βλέπουμε πάντα το χειρότερο στους άλλους, η αντίληψή μας επισκιάζεται από ένα σκοτεινό σύννεφο αρνητικότητας. Οι σκέψεις μας γίνονται κακόβουλες και έτσι κακόβουλος γίνεται και ο ψυχικός κόσμος στον οποίο κατοικούμε. Στην πραγματικότητα, οι αρνητικές κοινωνικές συγκρίσεις περισσότερο μας βλάπτουν παρά μας βοηθούν. Όταν μειώνουμε τους άλλους για να ανεβάσουμε τον εαυτό μας είναι σαν να κόβουμε τη μύτη μας για να πληγώσουμε το πρόσωπό μας, δημιουργούμε και διατηρούμε την κατάσταση αποσύνδεσης και απομόνωσης που στην πραγματικότητα θέλουμε να αποφύγουμε».

Απόσπασμα από το βιβλίο Αυτοσυμπόνια της Kristin Neff, PhD