Ήμουν 14 ετών όταν ξεκίνησα να πηγαίνω αγγλικά στο Κολωνάκι. Ήταν το 1986. Ο πατέρας μου είχε καταφέρει μέσω μιας φίλης του να κάνω μάθημα κάπου που δεν δέχονταν μαθητές κάτω των 16 και έπρεπε να παριστάνω ότι ήμουν μεγαλύτερος. Πήγαινα δευτέρα γυμνασίου και σε όσους με ρωτούσαν έλεγα ότι ξεκινούσα τη δευτέρα λυκείου. Σας εγγυώμαι ότι δεν έμοιαζα ούτε μια μέρα πάνω από 14. «Τι θα σπουδάσεις;» με ρωτούσαν και απαντούσα «οικονομολόγος!». Ήθελα να γίνω πολιτικός και να σώσω τη χώρα. Όμως πάνω στην ακμή μου θα με δολοφονούσαν όπως τον Καποδίστρια. Μόνο τώρα, πολύ καιρό αργότερα, καταλαβαίνω πόσο εκτός πραγματικότητας ήταν αυτή μου η φαντασίωση. Αποκλείεται να με δολοφονήσουν σαν τον Καποδίστρια γιατί δεν πάω ποτέ εκκλησία.

Έπαιρνα το τρόλεϊ και κατέβαινα στο Σύνταγμα μόνος μου. Ελεύθερος. Σε μια εποχή χωρίς internet, τα περίπτερα ήταν σαν μυστικές πύλες προς μαγικούς κόσμους. Θυμάμαι να βλέπω το εξώφυλλο του περιοδικού Σχολιαστής που διαφήμιζε τη νέα σειρά του Αρκά Ο Παντελής και το λιοντάρι. Από τότε δεν έχασα τεύχος του περιοδικού μέχρι τη μέρα που έκλεισε. Διάβαζα τη Βαβέλ, το Αντί, τον Απαγορευμένο Πλανήτη, το Πλάτη και Λίγο Παρακάτω, το Κλικ, το Κράξιμο κι άλλα που μαζεύουν σκόνη στα ντουλάπια του πατρικού μου. Το αγαπημένο μου όμως ήταν το περιοδικό Παρά Πέντε.

Μέσα στις σελίδες του γνώρισα τον Édika, τον Gotlib, τον Fanquin, τον Reiser, τον Wolinski που σκοτώθηκε άδικα στα γραφεία του Charlie Hebdo το 2015, τον Binet, τον Lauzier τον Bilal, τον Vink… Η λίστα είναι ατέλειωτη. Όμως, αν υπήρχε κάτι που βρήκα τυπωμένο στις σελίδες του περιοδικού και με επηρέασε περισσότερο, ήταν η διεύθυνση του βιβλιοπωλείου Παρά Πέντε που βρισκόταν Ιπποκράτους και Βαλτετσίου στα Εξάρχεια.

To βιβλιοπωλείο του Παρά Πέντε έγινε το «δικό μου» βιβλιοπωλείο. Δεν ήταν το βιβλιοπωλείο της Εστίας που πήγαινα με τον πατέρα μου ούτε η Κουκίδα στη Νέα Σμύρνη που πήγαινα με τη μητέρα μου. Ήταν η δική μου πόρτα στον κόσμο της λογοτεχνίας. Θυμάμαι τη διαρρύθμιση, τις μυρωδιές, τα ονόματα των ανθρώπων που δούλευαν εκεί, θυμάμαι τον ενθουσιασμό μου όταν έμπαινα μέσα και τον ήχο της Ιπποκράτους όταν έβγαινα. Θυμάμαι το εξώφυλλο του βιβλίου Η απόκρυφη ζωή μου του Dali που είχα αγοράσει με τα λιγοστά μου χρήματα. Θυμάμαι να συζητώ με τον Γιώργη που ήταν πωλητής εκεί πριν φύγει για Σουηδία για τα ποιήματά του που τα είχε εκδώσει και θυμάμαι να γυρίζω σπίτι και να λέω στον πατέρα μου ότι θέλω να εκδώσω τα σημειωματάριά μου. Θυμάμαι ότι με αγνόησε. Δικαίως.

Κάθε φορά, μετά το μάθημα κατηφόριζα τη Σκουφά με γρήγορο βήμα και φανταζόμουν ότι κάποια μέρα θα κάνω την ίδια διαδρομή αλλά θα έχω μακριά μαλλιά που θα ανεμίζουν ρυθμικά στο κάθε μου βήμα. Δεν ξέρω γιατί το φανταζόμουν αυτό. Ίσως ονειρευόμουν ότι θα μοιάζω με τον πρίγκιπα του παραμυθιού. Ίσως πίστευα ότι τα μακριά μαλλιά συμβόλιζαν την ανεξαρτησία μου, επειδή αυτή τη διαδρομή την έκανα μόνος μου, ελεύθερος.

Το βιβλιοπωλείο έκλεισε στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Αλλά όντως, χρόνια μετά, κατάφερα να περπατήσω στη Σκουφά με μακριά μαλλιά, ακριβώς όπως ήθελα. Μέχρι που τα κούρεψα. Γιατί, καθώς άσπριζαν, άρχισα σιγά-σιγά να θυμίζω λιγότερο τον πρίγκιπα του παραμυθιού και περισσότερο τη μάγισσα.

Περισσότερα για τον συγγραφέα Θοδωρή Τσεκούρα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.