Στο «Πώς νιώθεις με αυτό;», ο ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής Φίλιππος Κουνιάκης σταχυολογεί από την πλούσια διαδρομή του 18 ιστορίες ανθρώπων τους οποίους συνόδεψε στο θεραπευτικό τους ταξίδι. Δεκαοκτώ ιστορίες ψυχοθεραπείας διάσπαρτες στον χρόνο –με ποικιλία πρωταγωνιστών–, που έχουν κάτι να προσφέρουν και να εκπροσωπήσουν δεκάδες άλλες. Κι αυτό επειδή υπάρχουν βασικά μοτίβα στις ζωές μας που έχουν την τάση να επαναλαμβάνονται. Οπότε, η κάθε ιστορία αφορά τεράστιο αριθμό ανθρώπων, είτε το γνωρίζουν είτε όχι. Ίσως και εσένα.

Διάβασε ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

Μας ρωτούν πολύ συχνά γιατί να μην παίξει τον ρόλο του ψυχοθεραπευτή κάποιος φίλος. Επειδή το πλαίσιο δεν είναι αυτό που θα ευνοήσει την εξέλιξη. Ως νέος θεραπευτής, με την ορμή της νιότης, ανεξαρτήτως ανθρώπου, αμφισβητούσα τη χρησιμότητα και το βαθύτερο νόημα του πλαισίου. Τώρα πια, εδώ και πολλά χρόνια δηλαδή, όχι.

Μέρος του πλαισίου αποτελούν και ΑΥΤΕΣ. Υποδέχονται κόσμο, φροντίζουν να είναι βολικά, απορροφούν την όποια ένταση, δίνουν έναν τόνο σταθερότητας, οικειότητας, ρουτίνας. Έννοια σταθερά παρεξηγήσιμη, έννοια που πολλοί την αποφεύγουν αναζητώντας πολλά και διαφορετικά ερεθίσματα ως ενεργοποιό ορμή. Η ρουτίνα, από την άλλη, φτιάχνει έναν πυλώνα, στον οποίο κάποιος στηρίζεται για να μπορεί να διαμορφώσει τα υπόλοιπα της ζωής του, ειδικότερα εάν είναι πολλά και ποικίλα. ΑΥΤΕΣ το κατανοούν, μένουν εκεί, αναμένοντας την επόμενη φορά που θα φιλοξενήσουν τον κάθε θεραπευόμενο.

Παρασκευή πρωί, 11:00 η ώρα, η ώρα της Νατάσας. Η δική της σταθερή ώρα, η ώρα που έχουμε ορίσει ως ρουτίνα για να ανοίγει τη σκέψη της, το συναίσθημά της, να μοιραστεί φόβους, ανησυχίες, ελπίδες, ματαιώσεις, φαντασιώσεις. Η Νατάσα είναι μια πολυταξιδεμένη γυναίκα, με πολλές εμπειρίες από πολλές χώρες, πολλά εργασιακά περιβάλλοντα, πολλά πολιτισμικά ερεθίσματα, πολλές σχέσεις, πολλές απογοητεύσεις. Με την πρωταρχική απογοήτευση να είναι ποια άλλη;

Η απογοήτευση από τους γονείς.

Γονείς φτωχοί, με τρία παιδιά, τα οποία για λόγους «αντικειμενικής» ευκολίας κάθε φορά τα άφηναν στους γονείς τους να τα μεγαλώσουν, ενώ αυτοί δούλευαν στη Γερμανία ως μετανάστες. Δούλευαν για να έχουν τα παιδιά τους αγαθά, αλλά δεν είχαν τα παιδιά τους. Και τα παιδιά δεν τους είχαν. Η Νατάσα μικρό παιδί ήταν πολύ αντιδραστική. Έκλαιγε όταν έβλεπε τους γονείς της, που έρχονταν ως επισκέπτες στη γιαγιά, έκλαιγε όταν έφευγαν και την άφηναν σταθερά πίσω. Έκλαιγε και μέρες μετά, δεν έτρωγε σωστά, αρρώσταινε συχνά αποζητώντας προσοχή, στοργή, φροντίδα από τους γονείς της. Οι γονείς της είχαν σταθερότητα. Στην απουσία τους. Αντικειμενικές συνθήκες. Αναγκαστικά. «Πρέπει, αγάπη μου».

Λόγια που επαναλαμβάνονταν ως βάσανο, όχι ως απάντηση στην επιθυμία της. Οι γονείς εφάρμοσαν την ίδια τακτική στα δύο από τα τρία παιδιά, το τελευταίο το πήραν μαζί τους: τα οικονομικά ήταν κάπως καλύτερα, η γιαγιά είχε κουραστεί. Η Νατάσα βίωσε κι άλλη απόρριψη. Η σταθερότητα πριν ήταν παθολογική, αλλά τουλάχιστον ήταν σταθερότητα. Τώρα τι είναι αυτό; Ποια κριτήρια εφαρμόστηκαν; Προφανώς κάτι άσχημο τρέχει με την πάρτη της. Δεν αξίζει την αγάπη. Την αγάπη ποιων; Των Γονιών της! Μα οι γονείς de facto αγαπούν τα παιδιά τους. Τι; Όχι; Αλήθεια τώρα. Η λαχτάρα της για αγάπη εδραιώθηκε. Νέα σταθερότητα. Ελλειμματική κι αυτή. Πολλές σταθερότητες. Προβληματικές. Σταθερότητες όμως. Η επίδοση στο σχολείο, σταθερά χάλια. Οι σχέσεις με τα συνομήλικα παιδιά μονίμως έντονες, με μεγάλη ευαισθησία στην αμφισβήτηση. Οι δάσκαλοι, μονίμως δυσαρεστημένοι με τη στάση της. Οι καθηγητές της αργότερα, επίσης. Οι σχέσεις με τα αγόρια, μονίμως θυελλώδεις. Εξιδανίκευση αρχικά, πλήρης αποκαθήλωση στη συνέχεια.

Στα 14 της οι γονείς αποφασίζουν να επιστρέψουν. Πλέον έχουν λεφτά, έχουν και διάθεση να βρουν ξανά τα παιδιά τους. Εκείνη, σταθερά αντιδραστική. Καβγάδες ατελείωτοι. Η Νατάσα εξέφραζε μέσα από τη συμπεριφορά και το σώμα της την ψυχική της δυσφορία. Παρέμενε ασθενική, πολύ αδύνατη, στην ουσία ένιωθε αδύναμη, πάντα με εκρήξεις οποτεδήποτε ένιωθε να μην πηγαίνει κάτι όσο καλά θα ήθελε. Οι γονείς επέστρεψαν, περίμεναν τα δύο από τα τρία παιδιά να είναι χαρούμενα. Όχι; Γιατί; Τι συνέβη;

Αυτό που συνέβη είναι η ρήξη της πολύ βασικής ιδιότητας της κάθε σχέσης, η ρήξη της εμπιστοσύνης. Μία λέξη, μία έννοια. Βασικότατη. Η εμπιστοσύνη όμως δεν είναι δεδομένη, δεν αποδίδεται απλώς. Κερδίζεται. Ή, σε κάποιες περιπτώσεις, αποδίδεται με αστερίσκους. Σε κάθε κατάσταση οι αστερίσκοι είναι πολύ σημαντικοί. Δίνουν ουσιώδεις λεπτομέρειες, που καθορίζουν το παραγόμενο αποτέλεσμα. Η Νατάσα απώλεσε την εμπιστοσύνη της στην πρωταρχική σχέση, τη σχέση μεταξύ γονιού και παιδιού. Εσωτερικά εγκαταστάθηκε σταθερά η αυτοαμφισβήτηση, η αυτοϋποτίμηση, η αυτοϋπονόμευση. Τουλάχιστον ήταν σταθερά. Πλην όμως η ίδια δεν μπορεί να το δει έτσι, το βλέπει ως πληγή χαίνουσα, πληγή με σταθερό πόνο.

Η Νατάσα απευθύνθηκε σε επαγγελματία ψυχικής υγείας σχετικά αργά. Πώς ορίζεται αλήθεια ο σωστός χρόνος; Με την ωρίμαση των εσωτερικών συνθηκών για την αναζήτηση απαντήσεων σε εκκρεμή ερωτήματα. Όταν έρθει η ώρα, το υποκείμενο το γνωρίζει. Οι αντικειμενικές δυσκολίες δεν έχουν πλέον την ίδια βαρύτητα. Τι ωραία που κάμπτονται όλες οι λογικοφανείς αντιστάσεις! Η Νατάσα αρχικά ήταν χωρίς σταθερή δουλειά, χωρίς σταθερό εισόδημα, χωρίς σταθερό σύντροφο, χωρίς σταθερό σεξουαλικό προσανατολισμό, χωρίς σταθερό αίτημα. Είχε σταθερά προβλήματα με τη διάθεσή της, περνώντας πολύ συχνά μοναχικές περιόδους. Αξιολογούσε τον εαυτό της σταθερά κάτω από την αξιολόγηση που δεχόταν από τους άλλους, αμφισβητώντας και την εγκυρότητα αυτών των αξιολογήσεων αλλά και το κίνητρο των ατόμων που την περιέβαλλαν. Τώρα όμως είναι εδώ. Ζήτησε ραντεβού περίπου πριν από έναν χρόνο, επιδεικνύοντας υπομονή σχετικά με την περίοδο αναμονής που της έδωσε η γραμματεία. Δεν ενόχλησε, έμεινε σταθερή στο αίτημά της να με δει.

Πολύ επικοινωνιακή στην πρώτη συνεδρία, με ευχάριστο χαμόγελο και καλή διάθεση. Η πρώτη συνεδρία πάντα μάς δίνει πολλές πληροφορίες, όχι μόνο επειδή παίρνουμε τις βασικές γνώσεις για το άτομο που έχουμε απέναντί μας. Η άρρητη επικοινωνία μάς διαφωτίζει, αν όχι τώρα, άμεσα, σίγουρα σε σύντομο χρόνο, σχετικά με το τι συμβαίνει με τον άνθρωπο που ζητά τη συνδρομή μας. Η Νατάσα είναι λοιπόν πολύ εύχαρις και ευχάριστη. Χαμογελά πλατιά, σε κοιτά στα μάτια, κάτι ψάχνει. Ψάχνει σημάδια ανακολουθίας, ενδείξεις υστεροβουλίας, ψάχνει να βρει το «πρόβλημα» σε σένα που έχει μπροστά της. Το παρουσιαστικό της πολύ ιδιαίτερο: ελλιποβαρής, με πολύ ξεχωριστό ντύσιμο, άνετη στάση σώματος, εντυπωσιακό μακιγιάζ. Από τη μια προκαλεί την προσοχή, από την άλλη «κρύβεται».

Δίνοντας το ιστορικό, παρέχει πολλές πληροφορίες, λέγοντας με απλά λόγια όσα την ταλανίζουν. Αυτό συμβαίνει όταν είναι η σωστή στιγμή για να βρεθεί κάποιος στην αίθουσα της ψυχοθεραπείας. Γνωρίζει πολλά, δυσκολεύεται να τα αντιληφθεί όπως ο θεραπευτής, που παραμένει ουδέτερος και πιο ψύχραιμος. Πολλοί από εμάς ως νέοι θεραπευτές, και κάτω από την εσωτερική μας πίεση να φανούμε αληθινά χρήσιμοι, θεωρούμε πως πρέπει να δράσουμε άμεσα. Στους ψυχιάτρους, δε, είναι πιο έντονη η τάση αυτή – μάλλον επηρεαζόμαστε από τη βασική μας εκπαίδευση ως γιατροί. Έρχεται κάποιος με ορισμένα συμπτώματα, προχωράμε σε διάγνωση και κατόπιν σε θεραπεία. Τόσο απλά, τόσο δύσκολα συχνά. Στην ψυχιατρική όμως όλα είναι διαφορετικά. Ακούμε τα συμπτώματα, παίρνουμε το ιστορικό, συσχετίζουμε το εδώ και τώρα με το ιστορικό, διαμορφώνουμε μια αρχική υπόθεση εργασίας και ξεκινάμε. Με τη φαρμακευτική αγωγή εφαρμόζουμε πιο εύκολα το βασικό ιατρικό μοντέλο. Με την ψυχοθεραπεία οφείλουμε να έχουμε στο μυαλό μας πολλά επιπλέον θέματα. Μεταβίβαση, αντιμεταβίβαση, ταυτίσεις, αντιστάσεις, χαρακτηρολογικά χαρακτηριστικά ένθεν κακείθεν, τυφλά σημεία στον θεραπευόμενο αλλά και σε μας και άλλα, ων ουκ έστιν αριθμός.

Η Νατάσα δυσκολεύτηκε να με εμπιστευτεί, η πρώτη της σχέση ήταν τόσο τραυματική, που δεν της επέτρεπε να ρίξει άμυνες.

Βρείτε το βιβλίο του Φίλιππου Κουνιάκη «Πώς νιώθεις με αυτό;» εδώ.