Άρθρο, Αφιέρωμα

Η στιγμή που άλλαξε την ιστορία του ροκ εν ρολ

Όταν ο Bruce Springsteen έγραψε το "Born to Run".

Ο Bruce Springsteen αφοσιώθηκε για επτά χρόνια στη συγγραφή της ιστορίας της ζωής του και προσφέρει την ίδια ειλικρίνεια, το χιούμορ και την αυθεντικότητα που βρίσκει κανείς και στα τραγούδια του.

Περιγράφει πώς μεγάλωσε σε μια καθολική οικογένεια στο Freehold του New Jersey, μέσα στην
ποίηση, τον κίνδυνο και το σκοτάδι που πυροδότησε τη φαντασία του μέχρι τη στιγμή που περιγράφει
ως τη «Μεγάλη Έκρηξη»: όταν είδε την πρώτη εμφάνιση του Elvis Presley στην αμερικανική
τηλεόραση. Αφηγείται γλαφυρά το πάθος που είχε να γίνει μουσικός, τα πρώτα του live στα μπαρ του
Asbury Park και την άνοδο της E Street Band. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια μοιράζεται για πρώτη φορά
τις προσωπικές του μάχες που ενέπνευσαν τις καλύτερες δουλειές του και μας δείχνει γιατί το τραγούδι
«Born to Run» αποκαλύπτει πολλά περισσότερα απ’ όσα νομίζαμε.

Διαβάστε ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

ΈΓΡΑΨΑ ΤΟ «BORN TO RUN» καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού μου σε ένα μπανγκαλόου που είχα νοικιάσει πρόσφατα στο 7½ της Γουέστ Εντ Κορτ, στο Λονγκ Μπραντς του Νιου Τζέρσεϊ. Εκείνη την εποχή έκανα στον εαυτό μου ταχύρρυθμα μαθήματα στο ροκ εν ρολ των δεκαετιών του πενήντα και του εξήντα.


Δίπλα στο ράντζο μου είχα ένα μικρό τραπέζι με ένα πικάπ, έτσι μου ήταν εύκολο –ακόμη και αν ήμουν νυσταγμένος– να γυρίζω στο πλάι και να βάζω το αγαπημένο μου άλμπουμ να παίξει, αναλόγως την προτίμηση της στιγμής. Τις νύχτες έσβηνα τα φώτα και «ταξίδευα» με τον Ρόι Όρμπισον, τον Φιλ Σπέκτορ ή τον Ντιουέιν Έντι να με νανουρίζουν καθώς βυθιζόμουν στη χώρα των ονείρων. Αυτοί οι δίσκοι «μού μιλούσαν» πλέον όπως δεν κατάφερνε το μεγαλύτερο μέρος της ροκ μουσικής που είχε βγει στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα και τις αρχές του εβδομήντα. Στιχουργικά καταπιάνονταν με θέματα όπως ο έρωτας, η δουλειά, το σεξ και η διασκέδαση. Τα σκοτεινά, ρομαντικά οράματα του Σπέκτορ και του Όρμπισον εναρμονίζονταν με τη δική μου ρομαντική πλευρά, με τον ίδιο τον έρωτα ως ριψοκίνδυνη πρόταση. Ήταν καλοφτιαγμένες, εμπνευσμένες ηχογραφήσεις, γεμάτες σπουδαία τραγούδια, υπέροχες φωνές, τέλειες ενορχηστρώσεις και έξοχους μουσικούς. Ξεχείλιζαν από ιδιοφυΐα αξιοποιημένη επαρκώς στο στούντιο, από πάθος που σου έκοβε την ανάσα ΚΑΙ ταυτόχρονα… ήταν επιτυχίες! Ωστόσο, δεν έκρυβαν ίχνος αυταρέσκειας. Δεν χαράμιζαν τον χρόνο σου με φλύαρα κιθαριστικά σόλο ή ατελείωτα «δεινοσαυρικά» μέρη τυμπάνων. Στις πλούσιες ενορχηστρώσεις τους υπήρχαν δραματικά στοιχεία από το μεγαλείο της όπερας, αλλά και αυτοσυγκράτηση. Αυτή η αισθητική με επηρέασε στα πρώτα στάδια
της σύνθεσης του «Born to Run».

Από τον Ντιουέιν Έντι δανείστηκα τον ήχο της κιθάρας. «Tramps like us…», κι έπειτα «ΝΤΑΝΓΚ… ΝΤΑΝΓΚ… ΝΤΑΝΓΚ», και είχα έτοιμο το μοτίβο και τον «καμπανιστό» τόνο της κιθάρας. Από τον Ρόι Όρμπισον εμπνεύστηκα τον «στρογγυλό», οπερετικό τόνο ενός επίδοξου νεαρού τραγουδιστή που προσπαθεί να μιμηθεί τον ήρωά του. Από τον Φιλ Σπέκτορ υιοθέτησα τη φιλοδοξία να δημιουργήσω έναν δυνατό, παλλόμενο θόρυβο. Ήθελα να φτιάξω έναν δίσκο που θ’ ακουγόταν σαν τον τελευταίο δίσκο που θα είχε απομείνει στη Γη· σαν τον τελευταίο δίσκο που θα μπορούσες ν’ ακούσεις· τον τελευταίο που θα ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ ν’ ακούσεις. Έναν ένδοξο θόρυβο… λίγο πριν την αποκάλυψη. Από τον Έλβις δανείστηκα την ώθηση και τη φυσική, σωματική ορμή∙ κι ο Ντίλαν, βεβαίως, με τον συμβολισμό των εικόνων του, είχε καθιερώσει την ιδέα να μη θέλεις να γράψεις για ΚΑΤΙ, αλλά για τα ΠΑΝΤΑ.

Ξεκίνησα με το ριφ της κιθάρας. Αν βρεις ένα ωραίο ριφ, μπορείς να προχωρήσεις. Έπειτα έπαιζα τυχαία ακόρντα και μουρμούριζα, ξανά και ξανά… Κάπως έτσι προέκυψαν οι στίχοι: «Tramps like us, baby we were born to run…»* Αυτό μόνο. Τον τίτλο «Born to Run» ήμουν σίγουρος ότι τον είχα ξαναδεί κάπου. Ίσως γραμμένο με ασημόσκονη στο καπό ενός αυτοκινήτου που σεργιάνιζε στους δρόμους του Άσμπουρι, ή μπορεί να τον είχε πάρει το μάτι μου σε κάποια απ’ τις ταινίες με χοτ ροντ που έβλεπα μανιωδώς στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα. Ίσως, πάλι, να ήταν κάπου εκεί έξω στον αέρα, να πλανιόταν στη μείξη από θαλασσινό νερό και μονοξείδιο του άνθρακα στις λεωφόρους Κίνγκσλεϊ και Όσιαν κάποιο σαββατόβραδο που θα γίνονταν κόντρες. Απ’ όπου κι αν προερχόταν, πάντως, διέθετε τα βασικά συστατικά μιας επιτυχίας: οικειότητα και πρωτοτυπία∙ προξενούσε έκπληξη αλλά και ταύτιση στον ακροατή. Μια μεγάλη επιτυχία σού δίνει την αίσθηση ότι υπήρχε ανέκαθεν και ταυτόχρονα ότι δεν
έχεις ξανακούσει ποτέ κάτι τέτοιο.

Παιδεύτηκα για να το γράψω. Ξεκίνησα το ομότιτλο τραγούδι εκείνο το απόγευμα, αλλά δεν το τελείωσα παρά μόνο έπειτα από έξι μήνες δοκιμασιών και βασάνων. Ήθελα να χρησιμοποιήσω τις κλασικές «εικόνες» του ροκ εν ρολ – τον δρόμο, το αυτοκίνητο, το κορίτσι… Τι άλλο υπάρχει, εξάλλου; Ήταν μια γλώσσα που είχαν καθιερώσει ο Τσακ Μπέρι, οι Beach Boys, o Χανκ Ουίλιαμς και κάθε χαμένη ψυχή του αυτοκινητοδρόμου∙ μια γλώσσα που σε ταξίδευε στο παρελθόν, φτάνοντας μέχρι την επινόηση του τροχού. Αλλά για να δώσω σε αυτές τις εικόνες βάρος, θα έπρεπε να τις μετουσιώσω σε κάτι καινούριο, που θα υπερέβαινε τη νοσταλγία, τον συναισθηματισμό και την οικειότητα.


Ήμουν ένα παιδί της Αμερικής του Βιετνάμ, της εποχής των δολοφονιών του Κένεντι, του Κινγκ και του Μάλκολμ Εξ. Η χώρα είχε πάψει πια να είναι ο αθώος τόπος που υποτίθεται ότι ήταν στη δεκαετία του πενήντα και την εποχή του Αϊζενχάουερ. Οι πολιτικές δολοφονίες, η οικονομική αδικία και ο θεσμικός
ρατσισμός είχαν όλα προβάλει στο προσκήνιο με ισχυρό και βάναυσο τρόπο. Ήταν ζητήματα που μέχρι τότε είχαν εξοριστεί στο περιθώριο της αμερικανικής ζωής. Ο τρόμος –αυτή η αίσθηση ότι τα πράγματα μπορεί και να μην λειτουργούσαν, ότι το ηθικό υπόβαθρο είχε χαθεί κάτω απ’ τα πόδια μας, ότι το όνειρο που είχαμε για τους εαυτούς μας είχε με κάποιον τρόπο σπιλωθεί και ότι το μέλλον θα ήταν για πάντα ανασφαλές– ήταν διάχυτος παντού. Αυτό ήταν το νέο τοπίο, και αν σκόπευα να βγάλω τους χαρακτήρες μου σ’ αυτόν τον αυτοκινητόδρομο, θα έπρεπε να «χωρέσω» στιχουργικά κι όλα αυτά τα στοιχεία στο
αμάξι μαζί τους. Έτσι έπρεπε να γίνει· αυτό απαιτούσαν οι καιροί.

Το βιβλίο του Bruce Springsteen “Born to Run” κυκλοφορεί 26 Σεπτεμβρίου.

Διαθέσιμο για προπαραγγελία εδώ.

Αφήστε μια απάντηση