Κάτι νέο σαλπάρει στα νερά του αστυνομικού θρίλερ: είναι το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα Κωνσταντίνου Γαβριήλ, που αποτελεί τη φετινή μας πρόταση για ένα καλοκαίρι γεμάτο αναγνωστικές εκπλήξεις. Η «Τυχερή Δάφνη» μόλις κυκλοφόρησε και κρύβει στις σελίδες της μια αγωνιώδη ιστορία μυστηρίου, που εκτυλίσσεται στα νερά του Αιγαίου. Πόση τύχη χρειάζεται για να ξεφύγεις από τα δίχτυα μιας συνωμοσίας;
Στο παρακάτω απόσπασμα μπορείτε να ανακαλύψετε λίγο από το μυστήριο που καλύπτει την «Τυχερή Δάφνη». Φυσικά, χωρίς spoilers!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
ΞΎΠΝΗΣΑ ΑΠΌ ΤΟΝ ΤΣΙΡΙΧΤΌ ΉΧΟ της εξωλέμβιας μηχανής. Στηρίχτηκα στον αγκώνα και κοίταξα μέσα από το φινιστρίνι. Ο Γιάννης αρμένιζε με το φουσκωτό βαρκάκι έχοντας βάλει πλώρη για την παραλία. Δεν είχε άλλο τρόπο για να βρεθεί εκεί, μια και ποτέ του δεν έμαθε κολύμπι.
Όταν ο απόηχος της μηχανής έσβησε, αφουγκράστηκα τους ήχους από το εσωτερικό του ιστιοφόρου: καμιά ομιλία ή χτύπος. Μάλλον έλειπαν όλοι τους. Όμως, βαρύς και υπερβολικά κουρασμένος καθώς ήμουν, αφέθηκα να πέσω ξανά στην κουκέτα. Δυστυχώς, η χθεσινοβραδινή μου αισιοδοξία ποντίστηκε γρήγορα στα απύθμενα βάθη της νυχτερινής αβεβαιότητας. Έτσι, ο ύπνος μου υπήρξε ανήσυχος, στοιχειωμένος από ανελέητα κυνηγητά, πτώσεις στο κενό και εγκλεισμούς σε στενάχωρα μέρη. Έχοντας ανάγκη από λίγες στιγμές χαλάρωσης, αποφάσισα να παραμείνω ξαπλωμένος.
Στον δυτικό κόλπο το μελτέμι ξεσάλωνε. Άκουγα τον ρυθμικό του βόμβο καθώς περνούσε μέσα από την εξάρτιση του ιστιοφόρου και αισθανόμουν την καμπίνα να τραντάζεται κάθε φορά που η καδένα της άγκυρας τεντωνόταν αντιπαλεύοντας τις απανωτές ριπές του. Μέχρι που ένα κύμα ενοχών και τύψεων με σάρωσε. Σκέφτηκα πως καθυστερούσα απλώς και μόνο επειδή δείλιαζα να έρθω αντιμέτωπος με την κρισιμότερη στιγμή της ζωής μου. Πετάχτηκα όρθιος, ντύθηκα και πλύθηκα βιαστικά στο μπάνιο. Βγαίνοντας από την καμπίνα, βρήκα στο τραπέζι του σαλονιού ένα κομμάτι χαρτόνι στηριγμένο σε δυο κούπες του καφέ. Ένα μήνυμα ήταν γραμμένο με στυλό: Σε αφήσαμε να κοιμηθείς, έλα να μας βρεις στην παραλία. Όμορφα, σχεδόν καλλιγραφικά γράμματα. Ήταν οπωσδήποτε δουλειά της Δάφνης.
Έξω ο ήλιος ήταν εκτυφλωτικός, ο αέρας φρέσκος και αναζωογονητικός, ενώ το κρώξιμο από τα θαλασσοπούλια ηχούσε σαν εγκάρδιο καλωσόρισμα. Έβαλα την παλάμη μου αντήλιο και έψαξα για κείνους. Ο Γιάννης είχε τραβήξει το βαρκάκι στην παραλία και περπατούσε τώρα κατά μήκος της εξερευνώντας την. Πού βρίσκονταν οι υπόλοιποι; Με έκαιγε η αγωνία. Μια κόκκινη σημαδούρα που εύκολα πρόσεξα να επιπλέει κάτω από τις ανατολικές ακτές καταδείκνυε τη θέση του Ανδρέα. Ψάρευε, άρα είχα απαλλαγεί για τα καλά από την παρουσία του. Όμως, η Δάφνη με δυσκόλεψε. Χρειάστηκε να κάνω δυο στροφές γύρω από τον εαυτό μου επιτηρώντας προσεκτικά τα νερά του κόλπου, ώσπου την εντόπισα να κολυμπά εκατοντάδες μέτρα μακριά, χαμένη μες στη γυαλάδα της θάλασσας.
Για καλή μου τύχη όλοι τους βρίσκονταν σε ασφαλή απόσταση.
Με κίνδυνο να κουτρουβαλήσω στη σκάλα, επέστρεψα στο εσωτερικό και έτρεξα κατευθείαν στην καμπίνα της. Βρήκα το πορτοφόλι στο ράφι, μα όταν το άνοιξα αντίκρισα μόνο την ταυτότητά της. Το δελτίο δεν βρισκόταν στη θέση του. Η διάφανη θήκη ήταν απογοητευτικά άδεια. Κρατώντας την ανάσα μου έψαξα ανάμεσα στα ελάχιστα χωρίσματά του για να βρω μόνο λίγα μετρητά, καθώς και την πιστωτική της κάρτα. Τίποτα περισσότερο.
Η κλοτσιά που έριξα στην ντουλάπα έκανε το νύχι του μεγάλου μου δαχτύλου να ματώσει. Ήταν ένα άγριο ξάφνιασμα, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν περίμενα. Κάποιες δυνατές κραυγές με βοήθησαν να αποβάλω το άγχος και να συγκεντρώσω το μυαλό μου. Αμέσως απέκλεισα το ενδεχόμενο η Δάφνη να γνώριζε για το κερδισμένο ποσό. Ήταν αδύνατο να το μάθει. Μα ακόμη και αν το είχε ανακαλύψει με κάποιον τρόπο, τώρα δεν θα κολυμπούσε έξω από τον κόλπο, δεν θα το άφηνε στιγμή από τα μάτια της. Η πιθανότερη εκδοχή ήταν πως του είχε αλλάξει θέση χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο ή πρόθεση. Εξάλλου η τύχη δεν γινόταν να με εγκαταλείψει τώρα· δεν θα μου έπαιρνε πίσω κάτι που τόσο απλόχερα μου είχε χαρίσει.
Άνοιξα την τσάντα που φορούσε στο προχθεσινό δείπνο και, αφού την έψαξα επιμελώς, συνέχισα με τη δερμάτινη τσάντα πλάτης. Όμως, το δελτίο δεν βρισκόταν σε καμία από τις δυο. Έμεινα σκεπτικός για λίγο κι έπειτα άρχισα να φωτογραφίζω με το κινητό μου τηλέφωνο το εσωτερικό της ντουλάπας, των συρταριών, της βαλίτσας. Αποτύπωνα τη θέση του κάθε αντικειμένου, το πώς ακριβώς είχε αφεθεί, ακόμα και τον τρόπο με τον οποίο το σώμα της είχε ζαρώσει το σεντόνι με τις στάμπες του Mickey Mouse. Ήμουν αποφασισμένος να ερευνήσω κάθε σπιθαμή της καμπίνας, να μην αφήσω τίποτε ανέγγιχτο.
Έριξα την άδεια βαλίτσα στην κουκέτα και άρχισα να ψάχνω κάθε χώρισμα και θήκη. Η ταραχή με έκανε αδέξιο και αφηρημένο. Τα φερμουάρ κολλούσαν στα χέρια μου, ενώ συχνά έπιανα τον εαυτό μου να ψάχνει τα ίδια σημεία για δεύτερη και τρίτη φορά. Κατόπιν ξεκρέμασα όσα ρούχα βρίσκονταν στη ντουλάπα και τα σώριασα στο αριστερό μέρος της κουκέτας. Πάγωσα όταν την τελευταία στιγμή κατάφερα να συγκρατήσω ένα κοχύλι, στριμώχνοντάς το ανάμεσα στο στήθος μου και στα ράφια της ντουλάπας. Δεν κατάλαβα πώς το είχα παρασύρει. Έμοιαζε με μακρόστενη ελικοειδή πορσελάνη, χρωματισμένη με ζωηρές γαλάζιες ανταύγειες. Ήταν όμορφο και σπάνιο σαν έργο τέχνης και τυχόν σπάσιμό του θα με εξέθετε ανεπανόρθωτα.
Λες και ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου, ξεψάχνιζα με όλη μου την προσοχή τα ρούχα από την καλή κι από την ανάποδη και στη συνέχεια τα στοίβαζα στη δεξιά πλευρά της κουκέτας. Ένα χαρτάκι, χωμένο στην τσέπη ενός τζιν, έκανε τους σφυγμούς μου να εκτιναχθούν. Όμως, το έσκισα με τεντωμένα νεύρα όταν διαπίστωσα πως δεν ήταν παρά μια απόδειξη από βιβλιοπωλείο. Αμέσως πήρε σειρά το περιμετρικό ράφι. Αλλά το δελτίο δεν υπήρχε ούτε εκεί ούτε ανάμεσα στις σελίδες των βιβλίων, μια και τα ξεφύλλισα προσεκτικά ένα προς ένα. Έχοντας εναποθέσει πια τις ελπίδες μου στα συρτάρια της ντουλάπας, πετούσα έξω τα τισέρτ, τα σορτς, τα μαντίλια, τα εσώρουχα. Κι όταν αποκάλυπτα το γυμνό ξύλο των πάτων τους, συνέχιζα να τα σαρώνω με τα τρεμάμενα δάχτυλά μου έχοντας χάσει ολοσχερώς την εμπιστοσύνη στα μάτια.
Δυστυχώς, τα πράγματα έπαιρναν μια απροσδόκητα άσχημη τροπή. Σ’ έναν τόσο περιορισμένο χώρο δεν μου έμεναν πολλά μέρη ακόμη για να ψάξω. Σήκωσα το στρώμα και το κάλυμμα του αποθηκευτικού χώρου που βρισκόταν από κάτω του. Σωσίβια, μέρος από την μπροστινή δεξαμενή νερού, σωληνώσεις και βάνες. Κανένα δικό της αντικείμενο. Ξεγύμνωσα το μαξιλάρι της τραβώντας το έξω από το κάλυμμά του.
Πού να το έκρυψε, η βρόμα;
Κρύος ιδρώτας νότισε το άνω μου χείλος. Μούδιασα στη σκέψη πως αυτό το νησί θα γινόταν ο τόπος του προσωπικού μου, ανομολόγητου ναυαγίου.
Στο κέντρο του δυτικού κόλπου η πλώρη του «Τοξότη» διέγραφε ημικύκλια, έρμαιο των τυχαίων ριπών του ανέμου και της τυρβώδους ροής των θαλάσσιων ρευμάτων. Δέσμες από ηλιόφως χόρευαν περνώντας μέσα από τα φινιστρίνια, μεταμορφώνονταν σε φωτεινές ωοειδείς κηλίδες που έτρεχαν στο πάτωμα, ανέβαιναν στην κουκέτα, σκαρφάλωναν άπιαστες στα τοιχώματα. Έμεινα ακίνητος για μια στιγμή. Κοιτούσα γύρω μου τα πόμολα, τα ράφια, τα ανοιγμένα συρτάρια, με την παράλογη υποψία πως το κάθε αντικείμενο ήταν μάρτυρας του τι είχε συμβεί, μα τώρα είχε βυθιστεί σε μια συνωμοτική σιωπή. Ξάφνου άρχισα να κοπανώ τα φύλλα των ντουλαπιών, να χτυπώ τις γροθιές μου στα τοιχώματα, να τινάζω τα ρούχα ξανά και ξανά προσμένοντας να δω το δελτίο να στροβιλίζεται στον αέρα, έχοντας μόλις ξεγλιστρήσει από μια άψαχτη τσέπη. Έσυρα τη λεπτή χτένα των μαλλιών της κατά μήκος μιας χαραμάδας που υπήρχε ανάμεσα στην κουκέτα και στο πολυεστερικό τοίχωμα, εκεί όπου δεν χωρούσαν τα δάχτυλά μου. Κατόπιν επανέλαβα την ίδια κίνηση με την αντίστροφη φορά. Σήκωσα το κοχύλι και το ανακίνησα δυνατά. Έπεσα στα γόνατα και έψαξα κάτω στις σεντίνες. Κι όταν στο κατάλευκο εσωτερικό της τουαλέτας δεν βρήκα τίποτα περισσότερο από μια οδοντόβουρτσα, επέστρεψα στην κουκέτα και αφέθηκα να πέσω μες στα ανάκατα ρούχα. Κάτι έβαλα στο στόμα μου –μια μπλούζα;– και το κράτησα σφιχτά δαγκωμένο πνίγοντας ένα ουρλιαχτό. Όμως, δεν γινόταν, δεν μπορούσε… Μες στη στενάχωρη καμπίνα, με τη θάλασσα να παφλάζει υπόκωφα, κάθε στεγανό υποχωρούσε μέσα μου και μαύρη απελπισία κατέκλυζε το αξιολύπητο σκαρί μου.
Και μολονότι χρειάστηκα μόλις λίγα λεπτά για να φέρω την καμπίνα σε αυτό το χάος, το να την επαναφέρω στην αρχική της κατάσταση αποδείχτηκε μια χρονοβόρα και επίπονη διαδικασία. Ένα σπάσιμο νεύρων. Οι φωτογραφίες που είχα τραβήξει μου πρόσφεραν ανεκτίμητη βοήθεια, όμως πολλές φορές δυσκολευόμουν να πετύχω το αποτέλεσμα που ήθελα, ειδικά όταν καταπιάστηκα με το δίπλωμα των ρούχων.
Τελειώνοντας με το συγύρισμα και με την ελπίδα ότι τα βέβαια ίχνη που άφησα στην καμπίνα δεν ήταν αρκετά για να αποδείξουν την εισβολή μου, ανέβηκα στο κατάστρωμα. Μου πήρε τουλάχιστον δέκα λεπτά μέχρι να ηρεμήσω. Και τότε συνειδητοποίησα πως στην πρώτη μου έξοδο δεν είχα δει τίποτα από την αγριάδα του δυτικού κόλπου. Ηλιόλουστα τείχη από αστραφτερές ασβεστολιθικές πλάκες ορθώνονταν κατευθείαν μέσα από τα χαλκοπράσινα, ροδόχροα νερά, νερά που είχαν χάσει το φυσικό τους χρώμα αντιφεγγίζοντας τη στεριά που τα κύκλωνε. Κι έπειτα η συγκλονιστική όψη των δυτικών πλαγιών: σκιασμένες, καταφαγωμένες από αυλακώσεις και ρήγματα, απέραντη κακοποιημένη γη που γκρεμιζόταν ανελέητα μέχρι κάτω στις ακτές. Για λίγα λεπτά έμεινα κρατημένος από τα ξάρτια, αποσβολωμένος, έρμαιο εκείνης της μεταφυσικής ενέργειας που λέγεται πως έχουν ορισμένα μέρη. Εδώ το άκουσμα των κυμάτων έμοιαζε πιο γεμάτο, λες και έσκαγαν πλάι σου, τα πουλιά πετούσαν κρώζοντας άφοβα κοντά, η κορφή του νησιού σε υπνώτιζε, κρυμμένη στο μυστήριο ενός νέφους που ξεφτούσε άηχα. Επρόκειτο για έναν κλειστοφοβικό τόπο, παράξενα γοητευτικό, αξέχαστο, μια σφήνα που μένει ισοβίως καρφωμένη στο μυαλό σου.
Σε έναν κόσμο φτιαγμένο από γκρεμούς, η παραλία φάνταζε σαν όαση. Ήταν μεγαλύτερη απ’ όσο την είχα φανταστεί και με ένα ολοζώντανο τιρκουάζ χρώμα νερών που μαγνήτιζε το βλέμμα. Τουλάχιστον το θέλγητρο του νησιού βρισκόταν εκεί. Δεν τους είχα εξαπατήσει, συνεπώς δεν είχαν κανένα λόγο να μου ζητήσουν να φύγουμε.
Γιατί τώρα χρειαζόμουν χρόνο. Έπρεπε να ανακαλύψω τι είχε συμβεί, να κάνω εκ νέου μια αποτίμηση της κατάστασης. Όμως, εξαντλημένος από την αϋπνία καθώς ήμουν, δυσκολευόμουν να βάλω κάτω τις σκέψεις και να μελετήσω κάθε πιθανό ενδεχόμενο. Ξάπλωσα στον καναπέ της πρύμνης και έριξα προστατευτικά μια πετσέτα στο πρόσωπό μου. Είχα την πρόθεση να ξεκλέψω λίγα λεπτά προκειμένου να ανακτήσω τις δυνάμεις μου, μα από τη στιγμή που έκλεισα τα μάτια ο έλεγχος χάθηκε. Ατυχώς κοιμήθηκα για ώρες.