Άρθρο

Κίτρινα μαξιλαράκια από φελιζόλ

Διαβάστε την εισαγωγή του βιβλίου Τα Ματς της Ζωής μας του Νίκου Παπαδογιάννη

Δεν θυμάμαι ποιος ήταν ο πρώτος αγώνας που παρακολούθησα στη ζωή μου, θυμάμαι ωστόσο τα χρώματα. Κίτρινο και μαύρο. Της ΑΕΚ. Στο γκρεμισμένο σήμερα γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας, όπου ο «Ενωσίτης» πατέρας μάς πήγαινε χεράκι χεράκι τις Κυριακές για να ξεσκάσουμε.

Ένα αγοράκι στο δεξί χέρι, ένα στο αριστερό. Ξένοιαστη οικογενειακή έξοδος και στη μέση μία μπάλα. Ασπρόμαυρη, του ποδοσφαίρου. Τότε δεν υπήρχε μπάσκετ, τουλάχιστον όχι όπως το ξέρουμε σήμερα. «Το ’68 ήμουν μέσα, στο Καλλιμάρμαρο», ισχυριζόταν ο ινκόγκνιτο πτέραρχος. Το ίδιο ισχυριζόταν η μισή Ελλάδα.

Ένα αγοράκι καθισμένο στα δεξιά του, ένα αγοράκι αριστερά. Xαμόγελα, από αυτί σε αυτί. Τσίκνα από τα προσφυγικά σουβλατζίδικα. Μαλλί της γριάς. Κιτρινόμαυρα μαξιλαράκια από φελιζόλ, με ζωγραφισμένο τον δικέφαλο αετό, να προστατεύουν τα μαλακά οπίσθια από το παγερό τσιμέντο. Οι άλλοι θεατές τα εκτόξευαν στον αέρα στα τελευταία λεπτά του αγώνα για να τα δει ο διαιτητής και να συμβουλευτεί το ρολόι του. Εκτός βέβαια αν η ΑΕΚ έχανε, οπότε δεν ήταν προς το συμφέρον των θεατών το βλέμμα του διαιτητή στο χρονόμετρο. Εμείς δεν τα πετούσαμε τα μαξιλαράκια. Τα παίρναμε μαζί στο σπίτι, πολύτιμο σουβενίρ της εκδρομής.

Το γήπεδο ήταν η ωραιότερη βόλτα του μήνα. Το ωραίο γλυκό της Κυριακής, όπως λέει ο ποιητής. Καθόμασταν μακριά από τους φανατικούς και μασουλάγαμε πασατέμπο, από χάρτινα σακουλάκια που έγραφαν πάνω την τιμή σε παλιές δραχμές. Ο μπαμπάς και ο αδελφός παθιάζονταν, αλλά εγώ δεν ήμουν με την ΑΕΚ και δεν νοιαζόμουν για τον νικητή.

Ούτε με τον αντίπαλο ήμουν. Παρακαλούσα μοναχά να μπουν τα γκολ στο τέρμα που βρισκόταν πιο κοντά στο σημείο όπου καθόμασταν, για να τα δω πιο καθαρά. Να ακούσω τον συριστικό ήχο της μπάλας όπως την αγκάλιαζαν τα δίχτυα. Και μετά γινόμασταν όλοι μια αγκαλιά. Ο πτέραρχος γελούσε και καμάρωνε.

Μόνο ένα πράγμα μού έλειπε στο γήπεδο, όταν ήμουν μπόμπιρας. Η φωνή του σχολιαστή. Αν δεν υπήρχε περιγραφή, δεν υπήρχε ούτε αγώνας. Έτσι νόμιζα τουλάχιστον. Ακόμα και η εικόνα, όμως, η ολοζώντανη πολύχρωμη εικόνα, ήταν μία υπέροχη τεχνικολόρ πολυτέλεια.

Εκείνους τους καιρούς, το ποδόσφαιρο το γνωρίζαμε μόνο από το ραδιόφωνο, που μετέδιδε 3-4 αγώνες πρωταθλήματος τα μεσημέρια της Κυριακής, φύρδην μίγδην τον έναν πάνω στον άλλον, αφού δεν υπήρχε η δυνατότητα για περισσότερα συνεργεία. Γιώργος Πολυχρονίου, Αντώνης Πυλιαρός, Στάθης Γαβάκης, Γιάννης Λογοθέτης από τη Θεσσαλονίκη, Ηρακλής Κοτζιάς στον συντονισμό. Τα υπόλοιπα αποτελέσματα τα μάζευε κάποιος φουκαράς συνεργάτης, καλώντας κυλικεία γηπέδων και γειτονικά σπίτια. Μέχρι που κατέβαζαν το ακουστικό οι ενοχλημένοι ιδιοκτήτες, οπότε το τηλέφωνο βούιζε ασταμάτητα.

Η ΕΡΤ έδειχνε απ’ ευθείας μόνο τον τελικό του Κυπέλλου, ο οποίος έσπαγε το κοντέρ της τηλεθέασης. Άντε, και κανένα μπαράζ αν έφτανε το πρωτάθλημα στο απροχώρητο. Τα Μουντιάλ τα βλέπαμε στην πιτσαρία «Κάλιαρι», που είχε την προνοητικότητα και το κονδύλι για να προμηθευτεί έγχρωμη τηλεόραση. Τα περισσότερα νοικοκυριά βολεύονταν με ασπρόμαυρους δέκτες προϊστορικής τεχνολογίας.

Οι τέσσερις Τετάρτες του Μαΐου στις οποίες διεξάγονταν οι τελικοί των Κυπέλλων Πρωταθλητριών, Κυπελλούχων και ΟΥΕΦΑ ήταν οι βραδιές του παραδείσου. Οι μεταδόσεις ξεκινούσαν με το σήμα της Eurovision, το οποίο μέχρι σήμερα μου θυμίζει όχι σαχλοτράγουδα αλλά ποδόσφαιρο. Κάθε φορά που το ακούω κατά τύχη, νομίζω ότι θα ακολουθήσει το κελαρυστό «κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι» του Γιάννη Διακογιάννη.

Όταν απογαλακτίστηκα, βάλθηκα να γυρίζω τα γήπεδα χωρίς να μου κρατάει κανείς το χεράκι. Μόνο το απαραίτητο χαρτζιλίκι χρειαζόμουν και ένα ή περισσότερα λεωφορεία για να με μεταφέρουν στον προορισμό της κυριακάτικης απόλαυσης. Μπορώ να ανασύρω από τα βάθη της μνήμης ανατριχιαστικές λεπτομέρειες από αγώνες ποδοσφαίρου ων ουκ έστιν αριθμός: εγχώριων, διεθνών, επίσημων, φιλικών. Μέχρι και από ένα Απόλλων-Πανσερραϊκός 0-1, στα μέσα της δεκαετίας του ’80 στη Ριζούπολη. Αυτό πρέπει να ήταν το ναδίρ μου.

Είτε με παρέα παρόμοιας παλαβομάρας είτε μοναχικός με τρανζιστοράκι, γνώρισα κάθε σπιθαμή των κερκίδων του σταδίου Καραϊσκάκη, του γηπέδου της Λεωφόρου (όπου μου άρεσε να στέκω όρθιος στα κάγκελα πίσω από τον λάινσμαν), της Φιλαδέλφειας, της δύσκολης λόγω απόστασης Νέας Σμύρνης, της Ριζούπολης, του Αιγάλεω που ήταν και κοντά στο σπίτι μου.

Το Καραϊσκάκη το ανέφερα πρώτο επειδή ήταν το σίγουρο χαρτί: είχε κάθε Κυριακή αγώνα, αφού το μοιράζονταν δύο ομόσταυλοι. Μία Ολυμπιακός, μία Εθνικός. Τα υπόλοιπα γήπεδα με πρόδιδαν κάθε δεύτερη εβδομάδα, όταν ο οικοδεσπότης δοκιμαζόταν εκτός έδρας και άφηνε το σπίτι του κλειδαμπαρωμένο. Δεν περνούσε αγωνιστική χωρίς δύο, τουλάχιστον, ποδοσφαιρικές επιλογές εντός λεκανοπεδίου.

Ούτε υπήρχε περίπτωση να ξεμείνω δίχως εισιτήριο, αφού είχα μάθει όλα τα κατατόπια και τις διευθύνσεις συνδέσμων φιλάθλων που φιλοξενούσαν εκδοτήρια. Είμαι βέβαιος ότι η φράση «τράβα, αγόρι μου, να βρεις καμιά γκόμενα και άσε την μπάλα, ολόκληρο γαϊδούρι» ακουγόταν συχνά πίσω από την πλάτη μου. Ίσως και μέσα στο σπίτι μας.

Έφαγα με το κουτάλι τη λάσπη και το αγιάζι και τη βροχή των ποδοσφαιρικών κερκίδων, έπαιρνα μαζί και τα σχολικά βιβλία για να διαβάζω τα μαθήματά μου στα λεωφορεία ή στον ηλεκτρικό όταν στέρευε ο χρόνος, κόλλησα περισσότερα ένσημα απ’ όσα δικαιολογεί η ψυχική υγεία ενός εφήβου. Αλλά εγώ δεν ήμουν καμωμένος για τα ανοιχτά γήπεδα.

Τα κλειστά γυμναστήρια ήταν αυτά που με ιντριγκάριζαν, αυτά που με βοηθούσαν να ξεπεράσω το σύνδρομο στέρησης τα απογεύματα του Σαββάτου, ώσπου να φτάσει η ευλογημένη Κυριακή. Στο ποδόσφαιρο ήμουν ο εξ αποστάσεως θεατής, αλλά στο μπάσκετ και στο βόλεϊ έβλεπα τις σταγόνες στο πρόσωπο του αθλητή και το άσπρο των ματιών του. Μύριζα τις κάλτσες του.

Άκουγα τη φωνή του προπονητή όταν έδινε οδηγίες στα
τάιμ-άουτ και του παίκτη που βλαστημούσε για κάποιο μπλοκ-άουτ. Άπλωνα το χέρι μου και άγγιζα την γκρίζα στολή του διαιτητή. Έβλεπα τα ντερέκια να περνούν σε απόσταση λίγων εκατοστών βαδίζοντας προς τα αποδυτήρια. Τους έλεγα «μπράβο» και ήξερα ότι με άκουγαν. Μολονότι γίγαντες, μου φαίνονταν θνητοί. Περισσότερο θνητοί από τους ποδοσφαιριστές.

Μερικές φορές η πορτοκαλί μπάλα έφευγε εκτός αγωνιστικού χώρου και κατέληγε στην αγκαλιά μου, οπότε είχα τη ζηλευτή ευκαιρία να τη χαϊδέψω τρυφερά. Αφού δεν είχα γκόμενα, χάιδευα την μπάλα, την «άτιμη πόρνη» που έλεγε κάποιος προπονητής. Όταν της έκανα απιστίες, απουσιάζοντας από κάποιο σημαντικό ματς, φοβόμουν την εκδίκησή της στο επόμενο ραντεβού, με κάποιο αδέσποτο σερβίς που θα σημάδευε το ξερό κεφάλι μου.

Αλλά ακόμη και αυτό το ατύχημα –που δεν συνέβη ποτέ– μου φαινόταν ευπρόσδεκτο. Στα γήπεδα του μπάσκετ, του βόλεϊ και του χάντμπολ γινόταν και η αφεντιά μου μέρος του παιχνιδιού, κομπάρσος του δράματος, κομμάτι του ντεκόρ. Επίσης δεν έκανε κρύο, ενώ το εισιτήριο ήταν φτηνότερο.

Σε κάποια τέτοια εκστρατεία, στο Σπόρτινγκ, είδα να ίπταται μπροστά στα μάτια μου ο Μάικλ Τζόρνταν. Αλλά αυτό δεν το γνώριζα ακόμη. Ήμουν μικρός, όπως και ο ίδιος ο Τζόρνταν. Μεγάλος ήταν ο Γκάλης, για χατίρι του οποίου ξεκινούσαμε από το σπίτι 2-3 ώρες πριν το τζάμπολ, μήπως από κάποιο θαύμα προφτάσουμε να πιάσουμε στασίδι στις κατάμεστες εξέδρες.

Δεν χρησιμοποίησα τυχαία πρώτο πληθυντικό. Όταν έπαιζε στην Αθήνα ο Γκάλης, δεν ήμουν ποτέ μόνος. Όλοι ήθελαν να δουν από κοντά τον μάγο. Σε μία τουλάχιστον περίπτωση, στα Ιλίσια, παρακολουθήσαμε ολόκληρο ματς καθισμένοι στο πάτωμα, στα όρια του αγωνιστικού χώρου, πίσω από την μπασκέτα, μαζί με εκατοντάδες άλλους σαρδελοποιημένους υπεράριθμους.

Στο κλειστό του Αγίου Ιεροθέου, που ήταν λιλιπούτειο σαν κουκλόσπιτο και ήθελε δύο λεωφορεία και τρία αεροπλάνα για να φτάσει κανείς, σταθήκαμε όρθιοι μέσα από την είσοδο και βλέπαμε μόνο κεφάλια. Όταν όμως σηκωνόταν ο Γκάλης, ο καμβάς συμπληρωνόταν με αυτό που επιθυμούσαμε να δούμε: την αφάνα του Νικ, τα δασύτριχα μπράτσα του, το ατσάλινο βλέμμα του, τη γητεμένη μπάλα, τα χέρια των αντιπάλων που κυνηγούσαν αόρατους ανεμόμυλους, το διχτάκι που σπαρταρούσε. Και όλα γίνονταν ένα.

Τα χρόνια πέρασαν, οι πλανήτες συστοιχήθηκαν κατά τρόπο ιδανικό και ο γραφικός γυρολόγος των γηπέδων με το τρανζιστοράκι και το σχολικό βιβλίο πέρασε στην απέναντι όχθη. Άνοιξε την πόρτα μία μέρα που τη βρήκε μπόσικη, τρύπωσε στα αποδυτήρια, ένιωσε τη μυρωδιά τους –ιδρώτας και σαπούνι– να του κυριεύει τα ρουθούνια και δεν ξαναβγήκε ποτέ.

Ο Γκάλης από είδωλο έγινε φίλος, χωρίς να πάψει να είναι είδωλο. Ο Τζόρνταν εκτοξεύτηκε στα αστέρια, αλλά εμείς θα έχουμε πάντοτε το Σπόρτινγκ. Το ποδόσφαιρο το κλείδωσα στο χρονοντούλαπο των παιδικοεφηβικών αναμνήσεων, όπως εκείνα τα κίτρινα μαξιλαράκια των εξορμήσεων με τον πατέρα. Το μπάσκετ έγινε έρωτας και δουλειά, βιοπορισμός και πολυτέλεια, μετερίζι και ταξίδι, καθήκον και απόλαυση.

Τον πρώτο καιρό προμηθευόμουν φοράκια από τα γραφεία της Ομοσπονδίας και τα μοίραζα σε μπασκετόφιλους φίλους και συγγενείς, επιφορτίζοντάς τους με κάποιου είδους ρεπορτάζ, ώστε να έχω απεσταλμένο σε κάθε γήπεδο. Τα δευτεριάτικα φύλλα της Απογευματινής ήταν γεμάτα με λεπτομέρειες και στατιστικά κρατημένα από υπηρεσιακούς ρεπόρτερ της μίας νύχτας, αμφίβολης ακρίβειας όλα, αλλά βουτηγμένα στο πάθος και στο μεράκι.

Εγώ, πάλι, προϊστάμενος των ερασιτεχνών, έκανα τουρνέ των γηπέδων κάθε Σάββατο, ξεκινώντας από το «τηλεοπτικό» ματς που ξεκινούσε στις 4 και τέταρτο και τερματίζοντας σε όποιο γήπεδο του απογευματινού προγράμματος βρισκόταν πιο κοντά. Συνηθισμένο δρομολόγιο: Παπαστράτειο-Νίκαια. Ή Λεωφόρος-Πανελλήνιος. Ή Σπόρτινγκ-Φιλαδέλφεια. Το ΣΕΦ ήταν ακόμη θαλασσοδαρμένο γιαπί. Το «Νίκος Γκάλης» αλάνα για να παρκάρουν οι επισκέπτες του νεότευκτου Ολυμπιακού Σταδίου.  Ο ίδιος ο Γκάλης ήταν ακόμη εκεί, έτοιμος να δώσει σάρκα και οστά στα όνειρα ανθρώπων που δεν ήξεραν να ονειρεύονται.

Εάν στο δεύτερο χρονικά ματς που είχα επιλέξει έπαιζε ο Άρης, δεν υπήρχε ελπίς. Όποιος έφτανε καθυστερημένος ή στο ημίχρονο έμενε εκτός νυμφώνος λόγω συνωστισμού. Άκουγε, ωστόσο, από το προαύλιο τις ζητωκραυγές και τα επιφωνήματα του θαυμασμού. Ο νικητής ήταν εκ προοιμίου γνωστός.

Όταν έπιασα δουλειά –ως εξωτερικός συνεργάτης– στην ΕΡΤ, τον χειμώνα του 1987-8, έγινα εγώ η φωνή που μου έλειπε στα γήπεδα. Η προπόνηση που έκανα περιγράφοντας τους αγώνες του Subbuteo έπιασε τόπο, αφού ένιωθα έμπειρος από την πρώτη κιόλας ημέρα. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν παρακολούθησα και κάλυψα τέσσερις Ολυμπιάδες (την πέμπτη μού τη στέρησε ο κορονοϊός), δύο ποδοσφαιρικά Μουντιάλ και σχεδόν όλες τις μεγάλες διοργανώσεις της πορτοκαλί θεάς.

Άλλοι μετράνε προβατάκια για να αποκοιμηθούν, εγώ μετράω φάιναλ-φορ και Ευρωμπάσκετ. Τα επαγγελματικά ταξίδια που μου χάρισε η αθλητική δημοσιογραφία, και ειδικότερα το μπάσκετ, δεν μπορώ πια να τα υπολογίσω, διότι το κομπιουτεράκι παραδόθηκε, ο λογαριασμός χάθηκε και το πρώτο μου διαβατήριο κιτρίνισε.

Η πορτοκαλί «μασονία» με έστειλε στην Ιαπωνία, στην Αμερική, στην Αυστραλία, στην Κίνα, στη Γεωργία, σε όλες τις πιθανές και απίθανες εσχατιές της Ευρώπης. Παντού. Μόνο η Αργεντινή μού ξέφυγε. Το φυσάω και δεν κρυώνει.

Μια στο τόσο, πεταγόμουν στο διπλανό χωράφι για να υποκλιθώ σε ημίθεους άλλων αθλοπαιδιών. Είδα τον Καρλ Λιούις να κερδίζει χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο. Θαύμασα τον Αλεξάντερ Καρέλιν και τον Πύρρο Δήμα σε δράση. Άκουσα τα «πόρκα μιζέρια» των Ιταλών να κουδουνίζουν στα αυτιά μου, όταν ο Ρομπέρτο Μπάτζιο έστειλε την μπάλα στα πετεινά του ουρανού. Στρογγυλοκάθισα δίπλα στον Μπούμπκα και στην Ισινμπάγιεβα και ένιωσα τον μαγνητισμό τους. Χειροκρότησα τον Ρότζερ Φέντερερ από απόσταση μισού μέτρου στη Μελβούρνη. Συζήτησα με τον Μπγιορν Μποργκ και με τον Αλ Έρτερ. Άκουσα έναν MVP του ΝΒΑ να μου μιλάει στον πληθυντικό!

«Κεριά και λιβάνια», απάντησα στον Γιάννη. Αλλά το παιδί έχει δίκιο. Δεν ήταν καν γεννημένο όταν κάλυψα το πρώτο μου φάιναλ-φορ Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1988 και το πρώτο μου Ευρωμπάσκετ έναν χρόνο αργότερα. Ή όταν έκλινα το γόνυ στην κηδεία του Ντράζεν Πέτροβιτς το 1993 στο Ζάγκρεμπ. Ή όταν χόρεψα το «Dream Shake» του Χακίμ Ολάζουον στο Χιούστον, τον Ιούνιο του 1994.

Το παρθενικό All-Star Game του Αντετοκούνμπο, το 2017 στη Νέα Ορλεάνη, με βρήκε στις επάλξεις με γκρίζα μαλλιά, κάμποσους βαθμούς μυωπία και καμάρι που δεν κινδύνευε να ξεφτίσει από το τζετ-λαγκ. O Γκάλης έκλεινε τα 60 και ετοιμαζόταν να φορέσει το πορτοκαλί κοστούμι του Hall Of Fame.

Στις σελίδες που ακολουθούν, σας προσκαλώ να περιδιαβείτε μαζί μου στα μονοπάτια που το ελληνικό μπάσκετ βάδισε για να φτάσει στην παγκόσμια και ευρωπαϊκή κορυφογραμμή, μέσα στα τριαντατόσα χρόνια που πέρασαν από το πρώτο βεγγαλικό. Δεν πρόκειται να διαβάσετε ένα στεγνό ιστορικό ανάγνωσμα, ούτε την «ιστορία του ελληνικού μπάσκετ σε 30 σύντομα κεφάλαια». Εάν ζητάτε πλήρη αποδελτίωση των κατορθωμάτων, έχετε πιάσει λάθος βιβλίο.

Στις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές περιγραφές μου προσπαθώ να πάρω από το χεράκι τον ακροατή, όπως έπαιρνε εμάς κάποτε ο συγχωρεμένος πατέρας, και να τον ξεναγήσω σε έναν γοητευτικό κόσμο, που ενίοτε γίνεται άγριος σαν πεδίο μάχης και άλλοτε μυρωδάτος σαν περιβόλι. Βάλτε καφεδάκι και καθίστε να σας διηγηθώ όσα έζησα στα γήπεδα του μπάσκετ. Αυτά είναι τα ματς της ζωής μου. Ίσως και της δικής σας. Μαξιλαράκι να πάρετε.

Και αν η διήγηση σας παρακινήσει να αναζητήσετε εικόνα μέσα από το YouTube ή από κάποια παλιά βιντεοκασέτα, τόσο το καλύτερο. Σας προειδοποιώ όμως ότι αρκετά από τα ματς για τα οποία θα διαβάσετε έχουν αρχειοθετηθεί με τη φωνή του πιτσιρικά που γαλουχήθηκε στο ποδοσφαιρικό γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας.

Όλα ξεκίνησαν το 1987. Η δεύτερη ζωή ξημέρωσε τον Ιούνιο εκείνης της ευλογημένης χρονιάς, όταν είχα στο βιογραφικό μου μόλις μερικές εβδομάδες δημοσιογραφικής σταδιοδρομίας. Από εκεί και μετά, βρισκόμουν στη σωστή όχθη. Στην πλευρά των τυχερών.

«Δεν θα ξαναχρειαστείς εισιτήριο για να μπεις σε γήπεδο», μου υποσχέθηκαν τη στιγμή που μου πρόσφεραν το βάπτισμα του πυρός. Αυτά που ακολούθησαν μετά το τζάμπολ του Τσεχοσλοβάκου διαιτητή Λιούμπομιρ Κότλεμπα στον αγώνα Ελλάδας-Ρουμανίας στις 3 Ιουνίου 1987 δεν μπορούσε να τα φανταστεί κανείς.

Μάθε περισσότερα για το βιβλίο Τα Ματς της Ζωής μας εδώ.

Αφήστε μια απάντηση