Πώς είναι να μεγαλώνεις, να ενηλικιώνεσαι και στην πορεία να μαθαίνεις πώς να διαχειρίζεσαι τη φιλία, τη δουλειά, την απώλεια και την αγάπη;

Όταν πρόκειται για τις δοκιμασίες και τους θριάμβους της ενηλικίωσης, η δημοσιογράφος και πρώην αρθρογράφος των Sunday Times τα έχει δει και τα έχει δοκιμάσει όλα. Στην αυτοβιογραφία της αφηγείται γλαφυρά το πώς ερωτεύτηκε, πώς βρήκε δουλειά, πώς μέθυσε, πώς την παράτησαν, πώς συνειδητοποίησε ότι ο Ιβάν από το ψιλικατζίδικο στη γωνία μπορεί να είναι ο μόνος αξιόπιστος άντρας στη ζωή της και ότι κανείς, σε τελική ανάλυση, δεν μπορεί να συγκριθεί με τις καλύτερες φίλες της. Το Όλα Όσα Ξέρω για την Αγάπη μιλά για τα κακά ραντεβού, τις καλές φίλες και κυρίως για τη συνειδητοποίηση πως είσαι αρκετή.

Διαβάστε ένα απόσπασμα από το βιβλίο παρακάτω:

«ΜΕ ΑΓΑΠΑΣ ΑΚΟΜΗ;» ρώτησα.


«Όχι» είπε. «Όχι, δεν νομίζω ότι σ’ αγαπώ πια».


«Με γουστάρεις τουλάχιστον;» ρώτησα. Υπήρξε μια σιγή.


«Δεν νομίζω».


Το έκλεισα.


(Έκτοτε συμβουλεύω τους ανθρώπους ότι είναι καλύτερο να λένε ψέματα γι’ αυτό το θέμα αν θέλουν να παρατήσουν κάποιον. Τα «δεν σε αγαπάω πια» είναι πολύ άσχημα. Τα «δεν σε γουστάρω» είναι δολοφονικά.)


Ήμουν μόλις είκοσι ενός ετών, έναν μήνα αφότου είχα τελειώσει το πανεπιστήμιο. Και το πρώτο μου κανονικό αγόρι μόλις με είχε παρατήσει από το τηλέφωνο. Ο Χάρι κι εγώ ήμασταν μαζί για λίγο περισσότερο από έναν χρόνο παρά το γεγονός ότι ήμασταν εντελώς λάθος ο ένας για τον άλλο. Ήταν συντηρητικός, παθιασμένος με τον αθλητισμό, έκανε εκατοντάδες κάμψεις πριν τον ύπνο κάθε βράδυ, ήταν ο κοινωνικός γραμματέας της λέσχης λακρός του Πανεπιστημίου του Έξετερ και είχε ένα μη ειρωνικό μπλουζάκι που έγραφε «Lash Gordon» στο μπροστινό μέρος. Μισούσε τις υπερβολικές εκδηλώσεις συναισθημάτων, τις ψηλές γυναίκες που φορούσαν τακούνια ή που ήταν πολύ φωνακλούδες. Βασικά όλα όσα αποτελούσαν την προσωπικότητά μου εκείνη την εποχή. Αυτός πίστευε ότι ήμουν μια καταστροφή, εγώ πίστευα ότι ήταν φλώρος.

Περάσαμε ολόκληρη τη σχέση μας να τσακωνόμαστε, κυρίως επειδή δεν περνούσαμε ποτέ χρόνο μακριά. Πρακτικά ζούσε στο διαμέρισμα που μοιραζόμουν με τη Λέισι, την Έι Τζέι και τη Φάρλι στην τελευταία μας χρονιά στο πανεπιστήμιο και είχε μετακομίσει στο σπίτι των γονιών μου το καλοκαίρι, όσο έκανε την πρακτική του.

Μια από τις πιο δύσκολες στιγμές μας ήρθε στο τέλος εκείνου του μεγάλου, καυτού, ταραγμένου Αυγούστου όπου δεν είχαμε χώρο ο ένας από τον άλλο, όταν πήραμε το τρένο για την Οξφόρδη για το πάρτι των εικοστών πρώτων γενεθλίων της Λέισι. Ξεγλίστρησα από το τραπέζι μου μετά το κυρίως πιάτο και έπεσα πάνω σε μια πισίνα, η οποία φαινόταν ελκυστική. Έτσι, έβγαλα όλα μου τα ρούχα και βούτηξα, κι όταν μερικοί φίλοι ήρθαν να με αναζητήσουν, τους ενθάρρυνα όλους να κάνουν το ίδιο. Η βραδιά εξελίχθηκε σε ένα μαζικό πάρτι στην πισίνα κι εγώ έγινα ένα είδος γυμνού τελετάρχη στο νερό. Ο Χάρι τρελάθηκε. Το επόμενο πρωί η Φάρλι και η Έι Τζέι κρύφτηκαν πίσω από ένα δέντρο χαχανίζοντας ανεξέλεγκτα καθώς τον έβλεπαν να μου φωνάζει «ΔΕΝ ΘΑ ΜΕ ΞΑΝΑΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΜΕΝΑ ΕΤΣΙ!», με την ντροπή μου να γίνεται ακόμα πιο εμφανής από το γεγονός πως η πισίνα είχε υπερχλωριωθεί και τα βαμμένα με ντεκαπάζ μαλλιά μου είχαν γίνει ένα έντονο, σκούρο πράσινο.

Δεν είχαμε απολύτως κανένα κοινό. Αλλά ήθελε να είναι το πρώτο μου κανονικό αγόρι, κι όταν ήμουν δεκαεννιά αυτός ήταν ένας αρκετά καλός λόγος για να βγαίνω με κάποιον. Ζούσα σε ένα διαμέρισμα στο ανατολικό Λονδίνο το βράδυ που με πήρε τηλέφωνο, μένοντας με μια φίλη επ’ αόριστον καθώς ξεκινούσα τις σπουδές μου στη δημοσιογραφία, για να αποφύγω τη μεγάλη διαδρομή από το Στάνμορ. Η Φάρλι εμφανίστηκε μια ώρα αργότερα, στη μία τα ξημερώματα, έχοντας οδηγήσει από το σπίτι της μαμάς της, και μου είπε πως θα με έπαιρνε μαζί της στο σπίτι. Ήμουν απαρηγόρητη στη διαδρομή, προσπαθώντας να διηγηθώ τη συζήτησή μας στη Φάρλι, αλλά με το ζόρι θυμόμουν τις λεπτομέρειες. Χτύπησε το κινητό μου – ήταν αυτός. Της είπα πως δεν μπορούσα να του μιλήσω. Σταμάτησε το αμάξι στην άκρη του δρόμου, το σήκωσε και το έβαλε στο αυτί της.

«Χάρι, γιατί το έκανες αυτό;» φώναξε. Δεν μπορούσα να ακούσω τι έλεγε εκείνος στην άλλη πλευρά της γραμμής. «Καλά, αλλά γιατί να της το κάνεις αυτό μέσω τηλεφώνου; Δεν μπορούσες να έρθεις να τη δεις και να το κάνεις από κοντά;» φώναξε ξανά. Υπήρξε κι άλλη ακατανόητη ομιλία από πλευράς του. Η Φάρλι άκουγε. «ΝΑΙ; ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΓΑΜΗΣΟΥ» ούρλιαξε κλείνοντας το τηλέφωνο και πετώντας το στο πίσω κάθισμα.


«Τι είπε;»


«Τίποτα ιδιαίτερο» είπε.


Η Φάρλι κοιμήθηκε μαζί μου στο κρεβάτι εκείνο το βράδυ. Και το επόμενο. Κατέληξε να μείνει για δύο βδομάδες· δεν γύρισα ποτέ στο διαμέρισμα. Ήταν η πρώτη φορά που βίωνα ερωτική απογοήτευση και δεν φανταζόμουν ποτέ πως το συντριπτικό συναίσθημα θα ήταν μια τόσο έντονη σύγχυση -σαν να μην είχα λόγο να εμπιστευτώ κανέναν ποτέ ξανά. Δεν είχα ακριβώς ιδέα του τι συνέβη ή γιατί. Το μόνο που ήξερα ήταν πως δεν ήμουν αρκετά καλή. Επίσης, δεν μπορούσα να φάω. Είχα ακούσει γι’ αυτή την έκβαση του χωρισμού στο παρελθόν, αλλά δεν φαντάστηκα ποτέ πως θα με επηρέαζε. Ήμουν, από πάντα, ένα πολύ πεινασμένο κορίτσι. Ίσως το πιο πεινασμένο απ’ όλα. Δεν είχα καταφέρει ποτέ να κάνω δίαιτα που να διήρκεσε πάνω από δύο μέρες.

Στην οικογένειά μου λατρεύουν όλοι το φαγητό, η Φάρλι κι εγώ λατρεύαμε το φαγητό. Η μαμά μου, μια εκ φύσεως μαγείρισσα που μεγάλωσε με Ιταλούς παππούδες, ξεκίνησε να μου μαθαίνει να μαγειρεύω όταν ήμουν πέντε, βάζοντάς με όρθια σε μια καρέκλα δίπλα της, έτσι ώστε να μπορώ να βοηθήσω να πλάσουμε ζυμάρι ή να χτυπήσουμε αυγά στον πάγκο της κουζίνας. Μαγείρευα για τον εαυτό μου καθ’ όλη τη διάρκεια της εφηβείας μου και μαγείρευα για όλους στο πανεπιστήμιο.

Το πρώτο πράγμα που έγραψα ποτέ στο ημερολόγιό μου, όταν ήμουν έξι, ήταν μια ενθουσιώδης καταγραφή του τι είχα φάει εκείνη την ημέρα. Θυμάμαι περιόδους της ζωής μου με βάση το τι είχα στο πιάτο μου: τις τραγανές πατάτες στον φούρνο στις παραθαλάσσιες διακοπές στο Ντέβον, τις λαχταριστές, κολλώδεις τάρτες μαρμελάδας όταν έγινα δέκα ετών, το ψητό κοτόπουλο κάθε Κυριακή βράδυ, πνίγοντας τον εφιάλτη της σχολικής εβδομάδας στη σάλτσα. Όσο φρικτή κι αν γινόταν η ζωή, όσο αφόρητος κι αν ήταν ο πόνος, πάντα θα είχα χώρο για δεύτερο πιάτο.


Δεν αισθάνθηκα ποτέ υπέρβαρη, αλλά ο σωματότυπός μου συχνά περιγραφόταν λανθασμένα ως «μεγαλόσωμο κορίτσι». Προέρχομαι από μια μακρά, ψηλή γενιά γιγάντων. Ο αδελφός μου, ο Θεός να τον έχει καλά, ήταν ένας δίμετρος έφηβος που αγόραζε ρούχα σε καταστήματα που ονομάζονταν Magnus και High and Mighty. Όταν έγινα δεκατεσσάρων ετών, ήμουν 1,55. Όταν ήμουν δεκαέξι, ήμουν 1,83. Αλλά δεν ήμουν ένα από εκείνα τα αξιολάτρευτα ψηλόλιγνα έφηβα κορίτσια που είναι μισό άλογο-μισό-άνθρωπος – ήμουν γεροδεμένη, με μεγάλα βυζιά και γοφούς. Ήμουν το αντίθετο των κοριτσιών που φωτογραφίζονταν στις σελίδες του Bliss και περιγράφονται στη σειρά βιβλίων The Baby-Sitters Club. Ακριβώς όπως δεν ήμουν ποτέ πνευματικά φτιαγμένη από το κατάλληλο υλικό για να είμαι έφηβη, ούτε η σωματική μου υπόσταση ήταν κατάλληλη γι’ αυτό.

Μου ήταν δύσκολο να είμαι τόσο ψηλή ως έφηβη – δεν ήξερα ποτέ πόσο έπρεπε να ζυγίζω, γιατί όλα τα κορίτσια είχαν το μισό ύψος από εμένα και μιλούσαν για το «περιττό βάρος» τους ως ένα βάρος που δεν είχα υπάρξει από την παιδική μου ηλικία, γεγονός που μου προκαλούσε ένα μεγάλο αίσθημα ντροπής. Αυτό, σε συνδυασμό με το φαγητό από βαρεμάρα και τα παιδικά παχάκια, σήμαινε ότι ψώνιζα νούμερο 16, ενώ δεν ήμουν ακόμα δεκαέξι. Είχα επίγνωση ότι ήμουν μεγαλύτερη από τις φίλες μου και μερικές φορές με αποκαλούσαν χοντρή, αλλά πάντα είχα την πίστη ότι το σχήμα μου θα έβγαζε περισσότερο νόημα όταν δεν θα ήμουν παιδί.

Βρείτε το «Όλα όσα ξέρω για την αγάπη» της Dolly Alderton εδώ.