Ο Νάσος Καραστάθης μίλησε για το βιβλίο του «Μέρες Ντυμένες Αντίο» στo ertnews.gr.

«Πορεύονται λέει οι άνθρωποι. Άλλοτε ως χάρτινα καραβάκια σε ορμητικά νερά κι άλλοτε με ανοιχτά, μεγάλα φτερά ως αετοί. Γεμίζουν φως, τραύματα, ρωγμές. Άλλες όμως φορές καταφέρνουν και περνούν απέναντι, γεμάτοι σοφία, αγάπη και μια γλύκα στα ψιχαλισμένα μάτια τους».

Σε κερδίζει με τα λόγια τούτα στο ντεμπούτο του στην λογοτεχνία ο Νάσος Καραστάθης με το βιβλίο του «Μέρες ντυμένες αντίο», από τις εκδόσεις Key Books, που κοσμεί τις προθήκες των βιβλιοπωλείων εδώ και λίγο καιρό. Μαθητής του Λιαντίνη ο ίδιος, αλλά και με πολλούς μαθητές σε όλο τον επαγγελματικό του διάβα, όντας εκπαιδευτικός, ήταν Διευθυντής Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης για πολλά χρόνια, με το που δραπέτευσε από την εκπαίδευση συνταξιοδοτούμενος, έπιασε μολύβι και χαρτί…

Στο «Μέρες ντυμένες αντίο» μας παραθέτει μας μια σειρά διηγημάτων όπου έρωτας συναντά την απώλεια, και όπως αναγράφεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου οι ήρωες του «πασπαλίζονται με τη σκόνη του έρωτα, τη χρυσή και κινούν ενάντια στη φθορά, στις συμβάσεις και στα πρέπει, μετεωρίζονται ανάμεσα στο ανυποχώρητο καθήκον και τη μύχια επιθυμία».

Ο ίδιος δίνει κάποιες απαντήσεις για το βιβλίο του:

«Μέρες ντυμένες αντίο», στίγμα απώλειας στις ιστορίες σας. Γιατί αυτή η θεματική;

Η απώλεια είναι σύμφυτη με τη ζωή και αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι της. Ο άνθρωπος ερχόμενος στη ζωή ντύνεται με γνώσεις, παραστάσεις, συναισθήματα, μα και με απώλειες. Αυτές ποτισμένες με πόνο, τον συντροφεύουν έως το τέλος. Κάθε απώλεια γίνεται μια χαρακιά στο πρόσωπο, στο βλέμμα και νοηματοδοτείται από τη στιγμή, που μας κάνει καλύτερους, σοφότερους.

Αν στο τέλος αυτού του αγώνα δεν έχουμε γίνει όπως του γιαλού τα ξύλα, έχουμε χάσει. Η ζέστη του ήλιου και η βία του κύματος τα έχουν κάνει απαλά, λεία, ανάλαφρα. Ασχολήθηκα με αυτό το θέμα, το τόσο κοινότυπο, το τόσο παλαιό, γιατί αυτό φώναζε τραγούδι μέσα μου και γιατί είμαι βέβαιος, πως δεν μπορείς να γεννήσεις κάτι, αν δεν το κουβαλάει η ψυχή σου, αν δεν είναι πέρα για πέρα ποτισμένη με αυτό.

Είναι η συγγραφή ένας τρόπος να ξορκιστούν να γίνουν πιο υποφερτές, οι απώλειες της ζωής;

Η δημιουργία είναι μια πράξη ιερή και συνάμα τρομερά επώδυνη. Καλείσαι από απλά υλικά, χώμα και νερό, να ορθώσεις οικοδόμημα. Παίρνεις λέξεις, που όλοι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν, τις στήνεις κατάλληλα με απώτερο στόχο να γεννηθεί το φως. Πιστεύω βαθιά πως αν ο πόνος μέσα σου, δεν είναι οξύς, τίποτε όμορφο δεν μπορεί να γεννηθεί. Πιάνεις το μολύβι από μια ανάγκη, που σε κατατρώει συθέμελα, γιατί αισθάνεσαι ότι έτσι θα βρεις μια κάποια λύτρωση.

Οι απώλειες, είτε τις γράψεις είτε όχι, είναι εκεί, πάντα να σου φωνάζουν τη φθαρτότητα της ύπαρξης. Ο δημιουργός απλά τη φλογισμένη πληγή, την αλείφει με λάδι. Υπ’ αυτή την έννοια, η συγγραφή είναι βάλσαμο, είναι τραγούδι του δειλινού την ώρα.

Σας σημάδεψε κάποια απώλεια; Είστε συμφιλιωμένος με τον θάνατο;

Όλοι μας μετράμε απώλειες και θα μπορούσε κάποιος υπό μια έννοια, να πει ευτυχώς. Μπορούμε να φανταστούμε τη φτιαξιά ενός ανθρώπου, που δεν πόνεσε ποτέ; Και εγώ, όπως τόσοι άλλοι, βίωσα την απώλεια του πατέρα μου, σε μικρή σχετικά ηλικία. Ουσιαστικά δεν τον γνώρισα βαθιά, πραγματικά. Ο θάνατος όταν έρχεται σε σφραγίζει λες και ο θόρυβος από τις φτερούγες του πάντα θα ακούγεται γύρω σου. Αισθάνεσαι οτιδήποτε στέρεο είχες κατασκευάσει εσύ και οι αγαπημένοι σου, να καταρρέει με πάταγο. Κάθε προσπάθεια να πιαστείς αδύνατη. Να σταθείς στη σάρα δεν γίνεται.

Καθόλου συμφιλιωμένος δεν είμαι με τον θάνατο. Πολύ θα επιθυμούσα όποιος το κατάφερε να γινόταν δάσκαλός μου. Ο θάνατος για εμένα αποτελεί μια φριχτή βιαιότητα, μια αισχρή ασχήμια. Δέστε απλώς την απόλυτη ομορφιά ενός πουλιού που πετάει. Δέστε το αμέσως μετά, να κείτεται νεκρό, από κυνηγού βόλι. Ένα φρεσκογεννημένο κλαδάκι της άνοιξης, που μόλις κόπηκε και γέρνει το κεφάλι του μαραμένο.

Μα τι να πούμε εμείς, όταν Καβάφης έχει μιλήσει για τούτη την εικόνα σε ένα πραγματικά ανεπανάληπτο ποίημα. Βάζει τα αθάνατα άλογα που έσερναν την πολεμική άμαξα του Αχιλλέα, να μοιρολογούν πάνω από το νεκρό κορμί του Πατρόκλου.

Η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε….. μια σάρκα τώρα ποταπή – το πνεύμα το χαμένο – ανυπεράσπιστο – χωρίς πνοή – εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμμένο απ’ την ζωή.

Πώς γεννήθηκαν αυτές οι έξι ιστορίες; Ποιο μαγικό κλειδί τις ενώνει;

Πάντα με βασάνιζαν, με κατέτρωγαν αυτά τα δυο θέματα. Ο θάνατος και ο έρωτας. Δυο δυνάμεις που αποτελούν τον πυρήνα, την ουσία της ζωής, που η συνεχής πάλη τους γεννά την ίδια την ζωή. Ο Πλάτωνας μας είπε: Φιλοσοφία εστί μελέτη θανάτου. Θέλησα λοιπόν να καταπιαστώ με αυτά τα δυο θέματα από μια αδήριτη, αδυσώπητη ανάγκη, με ιερό δέος και πλήρη επίγνωση των δυσκολιών. Οι έξι αυτές ιστορίες – οι οποίες θα μπορούσαν να είναι και μια – είναι δεμένες μεταξύ τους με ένα κοινό νήμα. Όλοι οι ήρωες – άντρες και γυναίκες – είναι άνθρωποι ραγισμένοι, πληγωμένοι. Είναι βαριά χτυπημένοι, μα πεισματικά αρνούνται να παραδοθούν. Ψάχνουν τρόπο, πόρο να διαβούν, να σταθούν ορθοί. Εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν, για τούτο πολλοί χάνονται και άλλοι ξεβράζονται από τα κύματα. Μα όλοι έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Αγωνίζονται χωρίς να χάσουν την ανθρωπιά τους και στον αγώνα τους αυτόν γέμισαν λαβωματιές, ρωγμές. Στέκουν λοιπόν σαν τους γερο – κλέφτες αντίκρυ στην θάλασσα με την βαθιά πεποίθηση, ότι έκαναν το χρέος τους.

Κυρίαρχες οι γυναίκες στις ιστορίες σας. Τι έφτιαξε το μείγμα των ηρωίδων σας; Τι έχετε να πείτε για τις γυναίκες σήμερα;

Η γυναίκα είναι του κόσμου το κόσμημα, το νερό σε περιβόλι του Αυγούστου. Δεν θα μπορούσε υπ’ αυτή την έννοια να έχει μια δευτερεύουσα θέση στις ιστορίες. Στέκεται στον πυρήνα των γεγονότων, πάντα με γλυκύτητα, με σοφία, με λόγο ήπιο, μεγεμάτες αγκαλιές. Λειτουργεί σαν γέφυρα που απαλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στα κυρίαρχα αρσενικά τα οποία αλληλοσπαράσσονται. Σαν μάνα – Παναγιά που ακούει των ανθρώπων τους καημούς, που αν καμιά φορά κωφεύει και δεν πράττει ό,τι η ανθρώπινη αδυναμία περιμένει, δέχεται μαλώματα, επιπλήξεις. Βρίσκεται στις ιστορίες άλλοτε σαν μαυροφορεμένη γιαγιά , να κρατάει μια ρίζα βασιλικό για την κόρη ή την εγγονή. Είναι βέβαια και κοπέλα που στέκεται γυμνή γοργόνα αντίκρυ στο πέλαγο, ντυμένη μονάχα το πλατύ της καπέλο. Γυρίζει και σαν μάνα ευλογημένη με τις στραβοπατημένες παντόφλες της, την μουσκεμένη ποδιά της, στην κουζίνα, να πλημμυρίζει το σπίτι μυρωδιές – αγκαλιές. Και σαν αποσώσει όλα ετούτα – έστω και αργά το βράδυ – χώνεται στον κήπο της και μονολογεί μπροστά από τα γιασεμιά και τα νυχτολούλουδα και τραγουδάει μπροστά από γαρδένιες και ορτανσίες.

Αυτή η γυναίκα, που είναι μάνα, γιαγιά, σύντροφος, ερωμένη, η Παναγιά η ίδια! Οι γυναίκες σήμερα έχω την αίσθηση ότι ψάχνουν την ταυτότητά τους, ότι διεκδικούν δικαιώματα καταπατημένα αιώνες. Απαιτούν και παίρνουν ό,τι οι κοινωνίες τους στέρησαν. Βγήκαν από την σιωπή, τις σκιές, απέκτησαν φωνή, υψώνουν τη γροθιά τους.

Παράλληλα έχουν ρόλους σύνθετους, δύσκολους πολύ. Αγωνίζονται για να τα καταφέρουν ως μητέρες, ως εργαζόμενες, ως σύντροφοι. Μεγαλώνουν τα παιδιά τους σε τρομερά δύσκολα περιβάλλοντα, με φοβερό άγχος αν πράττουν το σωστό, με περισσή ανασφάλεια. Εργάζονται σε χώρους ανδροκρατούμενους, καταβάλλοντας υπερπροσπάθειες, καλούμενες να αποδεικνύουν καθημερινά την αξία τους. Είναι σύντροφοι και τρέχουν να ανταποκριθούν σε όλα αυτά τα πρότυπα, τα οποία το σύστημα προωθεί, καλλιεργεί, επιβάλλει. Ρόλοι τρομερά δύσκολοι, φοβερά εξαντλητικοί, σε περιβάλλον διαρκώς μεταβαλλόμενο.

Μα έχω την βαθιά πίστη, την βεβαιότητα, πως αν οι γυναίκες αφήσουν τα δώρα τους να ανθίσουν, αγάπη και φως τον κόσμο θα γεμίσουν!

Στην πρώτη σας ιστορία, στην Λευκή Πασχαλιά κυριαρχεί η γυναίκα πρόσφυγας. Πώς αποτέλεσε πηγή έμπνευσης, γιατί αυτή η επιλογή;

Το διήγημα αυτό γεννήθηκε από δυο αντρικά χέρια. Ήταν θυμάμαι Χριστούγεννα, τότε που έφταναν τα πρώτα κύματα των προσφύγων και χτυπούσαν την πόρτα μας. Στο σπίτι το οικογενειακό τραπέζι στρωμένο, γεμάτο μας περίμενε. Τότε η τηλεόραση παρουσίασε ένα ρεπορτάζ από τον Έβρο. Την προηγούμενη βραδιά, μια ομάδα προσφύγων, είχε προσπαθήσει να διαβεί τον ποταμό. Χάθηκαν όλοι, τους κατάπιε το θυμωμένο νερό. Γλύτωσε μόνο ένας πατέρας σαράντα – σαρανταπέντε χρονών. Μπροστά στην οθόνη περιέγραφε στην γλώσσα του, πώς έχασε την γυναίκα του και τα δυο παιδιά του. Κουνούσε τα άγρια χέρια του, για να περιγράψει τις μάταιες προσπάθειες που έκανε.

Πρόσωπο αξύριστο, μάτια που κολυμπούσαν. Αυτή η εικόνα ήταν για εμένα τρομερή. Με σημάδεψε! Θέλησα να βάλω στο χαρτί λέξεις, να μιλήσω για τον βαθύ πόνο, την άγρια απελπισία αυτών των ανθρώπων. Νομίζω όμως ότι καμιά ιστορία δεν μπορεί αποτυπώσει τα βιώματα, τα συναισθήματά τους. Στέκει απέναντι στο δράμα τους φτωχή, αδύναμη. Πώς να γράψεις για παιδικά κορμιά που επιπλέουν αβύθιστα και μας ρωτούν γιατί; Τι λόγια να βρεις για τον πατέρα, που αισθάνεται αδύναμος, ανήμπορος να σώσει τα ίδια του τα σπλάχνα; Με ποιες εικόνες να περιγράψεις την άδεια αγκαλιά μιας προσφύγισσας, που το μόνο που ζήτησε ήταν να στέκει πάνω από μια κατσαρόλα και πλάι τα παιδιά της να διαβάζουν, πάνω στο τραπέζι μιας μικρής κουζίνας;

Και οι άντρες, ήρωές σας, έχω την αίσθηση ότι είναι τρωτοί ανθρώπινοι… Πώς χτίσατε τους χαρακτήρες τους; Τι λέτε για τον ρόλο των αντρών στην σημερινή κοινωνία;

Οι άντρες στα διηγήματα αυτά, είναι άντρες νικημένοι. Πάντα με δονούσε βαθιά, η εικόνα ενός άντρα που αγωνίστηκε, που έφτασε πολύ μακριά, έως και του θανάτου την πόρτα και έχασε. Τώρα γυρίζει σκονισμένος, αξύριστος με κατεβασμένο κεφάλι. Δίπλα του κανείς δεν μιλάει, δεν τραγουδάει, παρά μόνο η μοναξιά. Λόγια για τον πόνο δεν έχει, ίσως και καμιά αγκαλιά να τον περιμένει.

Οι άντρες στις ιστορίες αυτές, πονούν ραγισμένοι. Διαφέρουν αρκετά από αυτούς του σήμερα. Λειτουργούν στα άκρα. Στους απέλπιδους έρωτες δεν εγκαταλείπουν. Στέκουν πίσω από τις βαριές πόρτες που τους έκλεισαν απ’ έξω και συνεχίζουν να χτυπούν. Δεν λένε ποτέ προσπάθησα αρκετά, τώρα φεύγω για κάπου αλλού. Στέκουν κάτω από τα παράθυρα των γυναικών που αγαπούν, γιατί ακόμη και τούτο το φως τους ζεσταίνει. Είναι άντρες λίγο παλαιοί, που προτάσσουν πάντα το πρέπει. Τις περισσότερες φορές δεν ξέρουν τι σημαίνει η λέξη δικαίωμα, η λέξη εγώ. Αναπνέουν, πράττουν γιατί υπάρχει ανάγκη. Πολλές φορές μας φαίνονται σκληροί, ίσως και βίαιοι. Όμως βαθιά μέσα τους είναι παιδιά, που πονούν για τον άρρωστο σκύλο τους, για το καΐκι τους, που γέρασε και πια δεν σχίζει το κύμα. Μα πιο πολύ πονούν για την γυναίκα τους που χάθηκε και από ντροπή δεν της είπαν ποτέ σε αγαπώ.

Η εποχή μας είναι μεταβατική. Οι άντρες σήμερα ψάχνουν εναγώνια την ταυτότητά τους, τον ρόλο τους. Αυτά τα οποία τους έμαθαν οι γονείς τους σήμερα δεν ισχύουν. Στέκονται πάνω σε άμμο που διαρκώς κινείται. Ζούνε μέσα σε μια συγκρουσιακή κατάσταση. Από την μια τα προστάγματα του παρελθόντος, από την άλλη το νέο που ανατέλλει. Σίγουρα η αντιπαλότητα με το άλλο φύλλο δεν οδηγεί πουθενά. Μόνο πόνο, δυστυχία, καταστροφή θα φέρει. Από την στιγμή που γεννιόμαστε, είμαστε ένα ελάχιστο κομμάτι του όλου. Όλη μας τη ζωή ψάχνουμε εναγώνια την ένωση. Θλίβομαι πολύ όταν ακούω κάποιον να λέει: Μπορώ και μόνος μου, καμιά δεν έχω ανάγκη

Ο έρωτας στα διηγήματα αυτά δυναμιτίζεται από την απώλεια, από τον πόνο. Γιατί σας ενδιαφέρει αυτό περισσότερο; Ο έρωτας σήμερα;

Μπορούμε να πούμε ότι έχει χάσει την ομορφιά του; Ο έρωτας είναι κάτι το μαγικό. Δίνει στον άνθρωπο φτερά, άτρωτο τον κάνει. Ο άνθρωπος που είναι ερωτευμένος είναι πάντα καλύτερος άνθρωπος. Η αγάπη μαλακώνει, γεμίζει, μέσα της η ύπαρξη τραγουδά. Για να ενωθείς με κάποιον ουσιαστικά, πρέπει να εναποθέσεις την θωράκισή σου, την πανοπλία σου, το ισχυρό εγώ σου. Γυμνός θα πρέπει να πορευτείς στην απέναντι αγκαλιά. Γυμνός και αδύναμος, που όμως αυτή η γύμνια μεταλλάσσεται σε δύναμη, σε πληρότητα.

Όταν ο έρωτας βρίσκει ανταπόκριση είναι ακριβώς τούτη η στιγμή που από δυο θνητούς, γεννιούνται δυο θεοί. Όταν όμως ο έρωτας είναι απέλπιδος, γεννά πόνο οξύ, τραύμα βαθύ, παντοτινά ανεπούλωτο. Στέκεις απέναντι στο πρόσωπο που ποθείς και γίνεσαι ζητιάνος για ένα βλέμμα, ένα άγγιγμα ελαφρύ, για ένα μήνυμα που θα περιέχει έστω μια τελεία. Στον ανεπίδοτο έρωτα νιώθεις να κομματιάζεσαι, να μην έχει για εσένα αέρα, μα εσύ στέκεις εκεί, να στέλνεις μηνύματα, μέσα από το κόκκινο των λουλουδιών, μέσα από λέξεις ποιητών. Χάνεις την αξιοπρέπειά σου, μα καθόλου δε σε μέλλει, αφήνεις τον εγωισμό σου στα πόδια σου, όλα τα υπάρχοντά σου και γυμνός και πληγωμένος προσμένεις.

Ο έρωτας ποτέ δεν χάνει την ομορφιά του! Τούτα τα δυο ποτέ δεν πάνε χώρια. Απλώς στις μέρες μας όλα έχουν αλλάξει, έχουν γίνει διαφορετικά. Φοβούνται οι άνθρωποι να έχουν συναισθήματα, να αγαπήσουν. Τρέμουν την ήττα, την απόρριψη. Τους έμαθαν πάντα να είναι νικητές. Στέκουν λοιπόν αγκαλιά με το υπερεγώ τους, κλειστοί, θωρακισμένοι και πορεύονται δυστυχείς σε έρημους δρόμους, καταναλώνοντας χάπια και σκουπίδια. Μα τι είναι η ζωή αν δεν είναι η κίνηση, ο αγώνας, η προσπάθεια; Καλύτερα πεταλούδα μια ημέρα, παρά κάμπια ακίνητη χρόνια πολλά.

Οι ιστορίες σας είναι γεμάτες εικόνες, ο λόγος σας πολύ ποιητικός και προφανώς δε γίνεται επιτηδευμένα αυτό…

Ο δάσκαλος μου ο Λιαντίνης μας έλεγε, ότι κάθε δημιουργός, οφείλει να κομίζει κάτι νέο, κάτι διαφορετικό. Υπ’ αυτή την έννοια θα έλεγα ότι οι ιστορίες αυτές είναι δοσμένες με μια γραφή ποιητική, με πάρα πολλές εικόνες, σχεδόν κινηματογραφικές. Η γραφή είναι κάπως ιδιότυπη και υπάρχουν επίσης πολλά στοιχεία υπερρεαλισμού.

Ο μεγάλος μου έρωτας είναι η ποίηση. Αγαπώ ιδιαίτερα το δημοτικό τραγούδι για την απόλυτη λιτότητα που το διακρίνει και τον λυρισμό του. Εδώ είναι λόγκοι και βουνά και κλέφτικα τουφέκια, βαριά βροντούν, πικρά βαρούν, φαρμακερά πληγώνουν. Απλά τέλειο, πραγματικά αξεπέραστο.

Η ποίηση καθαρίζει τον λόγο, τον εξυψώνει. Παίρνει ο ποιητής μια απλή λέξη, την οποία όλοι χρησιμοποιούμε, την στοιχίζει με γεωμετρική ακρίβεια και να, γεννιέται το φως. Γράφει ο Ελύτης κάπου στον Χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας Ανέβαινε μονάχος και ολόλαμπρος τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του. Πιωμένος από φως… δυο λέξεις και το θαύμα γεννιέται μπροστά σου! Οι ποιητές είναι πλάσματα καταραμένα. Δεν γράφουν τα βράδια δίπλα από τη λάμπα λέξεις. Το αίμα τους απλώνουν σε λευκό χαρτί, μήπως και ξεδιψάσει ο καημός του ανθρώπου, μήπως κάπως μερώσει ο πόνος του.

Μιλήστε μας για τη γέννα αυτού του βιβλίου. Γράφετε σε χαρτί, στον υπολογιστή, απομονωμένος; Σας πήρε καιρό αυτή η προσπάθεια και πώς είναι να είσαι πρωτάρης στο μοίρασμα των σκέψεων, στην δημοσιοποίηση αυτών;

Έγραφα από μικρός, μα ποτέ δεν βρήκα το κουράγιο να προχωρήσω στην έκδοση. Ύστερα όλη αυτή η πληθώρα; Τι να πεις; Ποιος να σε ακούσει; Μα έχει ο καιρός γυρίσματα. Πολλοί παράγοντες συνέπραξαν για να βγει αυτό το βιβλίο. Μια λέξη, μια εικόνα, μια ματιά. Και βέβαια ο χρόνος που διαβαίνει και χάνεται. Έτσι βλέπεις τα πράγματα με άλλη ματιά. Πάντως τώρα που κοιτάζω πίσω, βλέπω, αισθάνομαι ότι πολλά πράγματα ευθυγραμμίστηκαν. Έτσι στάθηκα με ένα μολυβάκι στο χέρι, απέναντι στο λευκό των σελίδων. Τρομαγμένος μα αποφασισμένος. Με άγχος μα και πείσμα. Παρέα με ένα μικρό φως τα βράδια, βρέθηκα να πολεμάω στα σκοτάδια. Μόνος, κατάμονος. Σαν πιάνεις το μολύβι, θέση δίπλα σου για άλλο τίποτα δεν έχει. Όμως κατά τρόπο μαγικό η γέννα ήταν γρήγορη, αβίαστη, νερό που κυλάει στις πλαγιές. Θαρρείς και οι λέξεις έστεκαν πίσω από βαριά, κλειστή πόρτα και χτυπούσαν με το ραβδί να του ανοίξουν.

Ζούμε στην εποχή του πλήθους. Όλοι πουλούν, όλα πωλούνται. Μα σκέφτηκα: «και δυο μάτια να βουρκώσουν και μια εικόνα κάτι να θυμίσει και ένα γέλιο να γεννηθεί και τούτο κέρδος είναι». Και προχώρησα!

Πέστε μας σχόλια αναγνωστών που κρατήσατε, που σας απασχόλησαν και τι θα θέλατε να κρατήσουν οι αναγνώστες από το βιβλίο σας;

Η χαρά είναι μεγάλη, γλυκιά, όταν βλέπεις τις λέξεις σου στα χέρια άλλων. Σαν συναντάς απρόσμενα το βιβλίο σου εδώ, εκεί ή όταν κάποιος σε παίρνει από μακριά για να σου πει κάτι. Νιώθεις το νήμα που άφησες, ότι κάποιος το έπιασε και τώρα όλοι γινήκατε ένα.

Είναι πολύ όμορφο, πραγματικά συγκινητικό να σου λέει κάποιος ότι τα χέρια που περιγράφεις στην ιστορία αυτή είναι του πατέρα μου ή ότι μέσα από τις ιστορίες αυτές κατάλαβα και συγχώρεσα τους χαμένους εδώ και χρόνια γονείς μου ή να σου περιγράφει μετά από μήνες μια εικόνα και να την βλέπεις να ξαναζωντανεύει εμπρός σου από ένα άλλο πρόσωπο.

Ζούμε σε μια εποχή επίπεδη, άχαρη. Κλειδωμένος ο καθένας στην μονάδα του, βασιλιάς στον χώρο του, χωρίς υπηκόους. Και κάτι το ελάχιστο να ψιθυρίσουν αυτές οι λέξεις στον αναγνώστη και κάτι το ελάχιστο να νιώσει, το βιβλίο αυτό έχει καταφέρει τον στόχο του. Είμαι ευτυχής! Τέλος να πω και τούτο. Κάθε δημιουργός είναι ένας κλέφτης. Παίρνει κρυφά εικόνες, λέξεις, στιγμές, ιστορίες από τις ζωές των άλλων, τις μεταπλάθει και τις αποτυπώνει στο χαρτί. Τις κάνει αθάνατες, ανίκητες από την σκόνη του χρόνου. Έτσι άνθρωποι ξένοι, ετερόκλητοι, που δεν γνωρίστηκαν ποτέ, συνυπάρχουν, ζουν μαζί και μας θυμίζουν την προσπάθεια του ανθρώπου να βγάλει φτερά. Απλά, είναι μαγικό!

* Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο ertnews.gr