Αφιέρωμα

Η 14η Ιουνίου 1987 ήταν η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής μας

Τα ματς της ζωής μας

Στις 14 Ιουνίου 1987, η Εθνική Ελλάδος Μπάσκετ κατάφερε το φαινομενικά ακατόρθωτο, αφού νίκησε μεγαθήρια του Eurobasket και κατέκτησε την πρώτη θέση της διοργάνωσης. H πρώτη έκρηξη του ελληνικού μπάσκετ βρήκε τον Νίκο Παπαδογιάννη ακροβολισμένο στα μετόπισθεν, αλλά με τη σφεντόνα στο χέρι. Αμούστακο μειράκιο ακόμη, παρακολούθησε τον ελληνικό θρίαμβο χαμένος κάπου ανάμεσα στις κερκίδες του ΣΕΦ και στα γραφεία της Απογευματινής, που του εμπιστεύτηκε την πρώτη γραφομηχανή. Διέπρεψε, ωστόσο, στους πανηγυρισμούς, στο σιντριβάνι της Ομόνοιας. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του Τα ματς της ζωής μας, στο οποίο περιγράφει την πορεία της Εθνικής μέχρι το «όνειρο θερινής νυκτός» στο ΣΕΦ αλλά και το πώς η βραδιά αυτή άλλαξε τη ζωή του, για πάντα.

 

Στέναξε η τηλεόραση το βράδυ του ημιτελικού. Πήραν φωτιά οι δέκτες και τα καλώδια. Πιο πριν, όμως, στέναξα εγώ, όταν άκουσα τον διευθυντή του αθλητικού τμήματος της εφημερίδας όπου εργαζόμουν αμισθί να προφητεύει νίκη επί των Γιουγκοσλάβων. Τριαντατόσα χρόνια αργότερα, θυμάμαι ακόμη πόσο γελοία ακούστηκε η πρόβλεψη στα ώτα ημών, των γνωστικών, που δεν είχαμε κατεβεί από τον πλανήτη ποδόσφαιρο.

Μακάριοι οι άσχετοι, σκεφτήκαμε, πριν εξομολογηθούμε ο ένας στον άλλον πόσο ζηλεύαμε τον άσχετο που φορούσε στο υπερήφανο στήθος διαπίστευση, αλί σε λόγου μας που θα βλέπαμε τον ημιτελικό από το γυαλί. «Ναι, καλά, σιγά μην πάρουμε και το κύπελλο». «Θα γελάσουμε την Κυριακή, που θα έρθει ο κύριος Χάρης με τριαντάρα στην καμπούρα να μας εξηγήσει ότι έφταιγε η διαιτησία για την ήττα».

Γελάει καλύτερα όποιος γελάει χωρίς να ξέρει με τι πράγμα γελάει. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης βούτηξε για να σώσει μία αδέσποτη μπάλα, κάποιος Γιούγκος με το στριφνό επώνυμο Γκρμποβιτς (τονίζεται κάπου ανάμεσα στο Γκ- και στο -ρ-) γλίστρησε και έπαθε διάσειση, οι πλανήτες στοιχήθηκαν ξανά, ο αχώνευτος σούταρε 2-3 τούβλα μέσα στον χαλασμό, δεν θυμάμαι τι άλλο συνέβη και αρνούμαι να ξαναδώ το ματς, μην τυχόν κάτι γίνει και χάσουμε, διάολε, δεν είναι δυνατόν, κερδίσαμε. Προκριθήκαμε. Στον τελικό! Για τον οποίο, θυμίζω, είχαμε αγοράσει εισιτήρια με το 18χρονο αδελφάκι έξι ολόκληρους μήνες πριν το Ευρωμπάσκετ. Την ημέρα που κυκλοφόρησαν. Από κάτι εκδοτήρια που στήθηκαν πρόχειρα μπροστά στο Καλλιμάρμαρο, δίχως στριμωξίδι, δίχως ηλίαση, δίχως μπουνοκλοτσιές και δίχως μάνικες. Ένα ακόμη μιράκολο του άη-Νικόλα του Γεωργαλή του Ρόδιου, μεγάλη η χάρη του. Να θυμηθώ να ανάψω κερί στο μπόι του, όπως κάνω κάθε χρόνο έκτοτε.

Είχε ανυπόφορη ζέστη το βράδυ του τελικού, ή τουλάχιστον έτσι θέλω να θυμάμαι. Φόρεσα τη γούρικη μπλε βερμούδα μου και έσπευσα μεσημεράκι στο γραφείο, να παραδώσω μερικά βιαστικά χειρόγραφα πριν την αναχώρηση για το γήπεδο. Να καμωθώ τον καλό και τον παστρικό. Το εισιτήριο του τελικού το είχα κολλήσει στο μέτωπό μου, ή τουλάχιστον έτσι θέλω να θυμάμαι. Ήμουν ένας από τους 14.000 τυχερούς, σε ένα έθνος 10 εκατομμυρίων εκστασιασμένων, που θα πουλούσαν το ένα τους νεφρό για να ζήσουν από κοντά το πάρτι. Ή και τα δύο.

«Ραντεβού κατά τις 8 στο γήπεδο», συμφωνήσαμε με τον έτερο των προνομιούχων. Αλλά η Κυριακή πήρε απρόσμενη τροπή, μόλις ο κυρ-Μανώλης αντίκρυσε την εθνικοπατριωτική βερμούδα. «Αγόρι μου, εδώ που ήρθες να δουλέψεις θα είσαι σοβαρός», μανούριασε, σκουπίζοντας από το πουκάμισο έναν λεκέ από τους μεσημεριανούς ουζομεζέδες. «Τράβα στο σπίτι σου να φορέσεις ένα παντελόνι και ξαναγύρνα στη δουλειά, ντυμένος σαν άνθρωπος».

Να πω ότι είχε άδικο; Δίκιο είχε. Τρέχα, λεωφορειάκι, γίνε άνεμος. Έτρεξε. Επέστρεψα στην οδό Φειδίου μιάμιση ώρα αργότερα σαν βρεγμένη γαλή. Αλλά και με το εισιτήριο του τελικού κολλημένο στο κούτελο, σαν ρεμπέτης που είχε δεχθεί παραγγελιά. Η παραγγελιά κατέφτασε άμα τη εισόδω μου στην αίθουσα και ήταν πραγματική ψυχρολουσία. «Και πού είσαι, μικρέ, εμείς θα πάμε όλοι στο γήπεδο, αλλά εσύ θα μείνεις πίσω στο γραφείο, για να μαζέψεις τα τηλεγραφήματα των πολιτικών αρχηγών σε περίπτωση νίκης. Αν νικήσουμε, που αποκλείεται, θα πας τα μεσάνυχτα στην Ομόνοια για τα πανηγυρικά».

Μα, κύριε προϊστάμενε, οι πολιτικοί αρχηγοί θα κατέβουν όλοι στο γήπεδο. Μέχρι και ο πρόεδρος Σαρτζετάκης θα είναι εκεί! Μόνος μου το είπα, μόνος μου το άκουσα. Ο κυρ-Μανώλης είχε φτάσει κιόλας στους ανελκυστήρες, ασθμαίνων, με το άγχος να του κόβει την ανάσα. Άγχος όχι για το ματς, αλλά για τον όγκο της δουλειάς. Τουλάχιστον τα τηλεγραφήματα των πολιτικών αρχηγών τα αφήνετε σε καλά χέρια, σκέφτηκα να σαρκάσω πριν χωνέψω το καψόνι. Αλλά δεν πρόφτασα να ψελλίσω ούτε «μα». Τη γρουσούζα την μπλε βερμούδα την έκαψα μόλις επέστρεψα στο Χαϊδάρι. Το αζήτητο εισιτήριο το παρέλαβε ως μάννα εξ ουρανού ο Γιώργος Σιγάλας, ο μετέπειτα αρχηγός της Εθνικής ομάδας, ντε, με τρίσποντη καραμπόλα από τα χέρια ενός συναδέλφου ο οποίος τύγχανε εξάδελφος του εκκολαπτόμενου, αλλ’ ακόμη 16χρονου, μπασκετμπολίστα με το κορμί λαμπάδα. Να μη σας κουράζω όμως με παράπλευρες ιστορίες, τα διαβάσατε αυτά, στο προηγούμενο βιβλίο, Ο Νίκος λείπει. Αν το αμελήσατε, σπεύσατε. Εδώ θα είμαι, θα σας περιμένω.

Όταν έφτασε η ώρα για το τζάμπολ του τελικού, δεν υπήρχε στο γραφείο ψυχή ζώσα, εκτός από το θύμα του καψονιού, έναν κλητήρα, κάτι ανυποψίαστες κοπέλες από το αρχείο φωτογραφιών, που είδαν φώτα και μπήκαν για φλερτ, και τον καφετζή, ο οποίος κατέβασε τα τηλέφωνα και αρνιόταν να δεχθεί παραγγελίες όσο παιζόταν το ματς. Αλλά δεν ήταν θεμιτό να μείνουν οι φλεγόμενες Θερμοπύλες στο έλεος ενός αμούστακου εκνευρισμένου εκπαιδευόμενου δημοσιογραφίσκου. Λίγο μετά την έναρξη του δευτέρου ημιχρόνου, άνοιξε η πόρτα και μπουκάρισε λαχανιασμένος με την κάρτα διαπίστευσης να ανεμίζει ο κυρ-Μανώλης, μαζί με τον υπεύθυνο του μπάσκετ. Επαναλαμβάνω, ο αρχισυντάκτης του αθλητικού τμήματος μαζί με τον υπεύθυνο του ρεπορτάζ μπάσκετ. Έφυγαν από το γήπεδο στο ημίχρονο. Του τελικού του Ευρωμπάσκετ της Αθήνας. Όπου έπαιζε η Εθνική Ελλάδας.

Αποχώρησαν από το ΣΕΦ στην ανάπαυλα, με ταξί, διότι ουδείς από τους δύο είχε δίπλωμα οδήγησης, ώστε να βρίσκονται στις μετόπισθεν επάλξεις την ώρα της λήξης του αγώνα. Ο πρώτος εκών, ο δεύτερος άκων. «Φύγαμε, Γιάνναρε, πάμε να βγάλουμε την εφημερίδα». Μα; Είπαμε, δεν έπαιρνε από «μα», δεν τα άκουγε καν. Τελείως σλάπστικ κατάσταση, σαν χοντρός-λιγνός.

Μόλις πέρασε την πύλη του γραφείου το δίδυμο της μεγάλης φυγής, οι Σοβιετικοί προσπέρασαν για πρώτη φορά μετά από ώρα: 55-52 με έμμεσο τρίποντο του Σαρούνας Μαρτσουλιόνις. «Να σας φωνάξουμε και την Πρωτοχρονιά για ποδαρικό», ακούστηκε να ψιθυρίζει ο καφετζής, που μάλιστα φορούσε βερμούδα.

Χρειάστηκε να φτάσει ο τελικός στην παράταση, για να προσπεράσει ξανά η ελληνική ομάδα: 89-91, με χορευτικό του Νίκου Γκάλη. Αλλά η εφημερίδα βγήκε κανονικά. Μας έφαγε τα σωθικά το άγχος εκείνο το αλησμόνητο βράδυ. Εμάς τους υπόλοιπους για την έκβαση του αγώνα, το αφεντικό για την έκδοση της λαοπρόβλητης Απογευματινής. Τα συχαρίκια των πολιτικών αρχηγών δημοσιεύτηκαν κανονικά, αφού το μειράκιον είχε την πρόνοια να τα συγκεντρώσει πριν ακόμη ξεκινήσει το ματς. Σιγά που θα περίμενε να φτάσουν μαύρα μεσάνυχτα για να τηλεφωνήσει στον Κίμωνα Κουλούρη. Σιγά που θα περίμενε να φτάσουν μαύρα μεσάνυχτα ο Κίμων Κουλούρης για να συντάξει τον συγχαρητήριο παιάνα. Τα κόμματα είχαν από νωρίς έτοιμα τα τσιτάτα, ξαναζεσταμένα, προκάτ και ξύλινα, όπως οι τίτλοι στις εφημερίδες της επόμενης ημέρας.

Η εξέδρα των νυσταλέων, αλλά για την περίσταση ενθουσιασμένων, επισήμων ήταν κατοικημένη από άσπρα λινά κοστούμια και από ανθρώπους που δεν καταλάβαιναν γρυ απ’ όσα έβλεπαν. Ανδρέας και Μητσοτάκης μαζί και χώρια, με το ανάδελφον προεδρικό ζεύγος να τους χωρίζει για να μην αρπαχτούν. Πιο κάτω η Μελίνα και ο Γεννηματάς, όλοι τους φευγάτοι έκτοτε. Στο μικρόφωνο ο Συρίγος, στη σκηνοθεσία ο Περπερίδης. Κώστας Πολίτης εναντίον Αλεξάντερ Γκομέλσκι, στη σκακιέρα του γηπέδου, μονομάχοι πια στη σκακιέρα των ουρανών. Πίσω από τον θεόρατο Τκατσένκο οι Γκομπόροφ και Πανκράσκιν, οι δύο γίγαντες που έχασαν το κρίσιμο ριμπάουντ, βιαστικοί και αυτοί στον δρόμο προς τον Άδη. Γνωστή μεταξύ αγνώστων και με την ταραγμένη ψυχή γεμάτο άγχος η Τζένη Γκάλη. Και ο κυρ-Μανώλης να τρέχει προς την έξοδο και να ψάχνει ταξί στην παραλιακή. Τους θυμάμαι συγκίνηση και ξαναζώ ένα πρόωρο προσκλητήριο νεκρών. Οι κόκκινες φανέλες των ξερακιανών οχτρών με τους παλαιομοδίτικους λασπωτήρες στο μαλλί έγραφαν κυριλλικά «CCCP». Οι κάρτες της τηλεόρασης, αγγλιστί: «USSR». Και η φωνή του Συρίγου, εκεί, να τρυπάει το γυαλί, σαν καθησυχαστικό εμβατήριο με γρέζι.

«Good luck to Russia», ευχήθηκε ο Αλεκσάνταρ Πέτροβιτς, ο αδελφός του αχώνευτου ντε, μετά την ήττα της Γιουγκοσλαβίας στον ημιτελικό. Δεν υπήρχε τότε χώρα «Russia», αλλά και η χώρα «Yugoslavia» βρισκόταν στα τελευταία της, καθώς το φυτίλι του εμφυλίου σπινθηροβολούσε. Η Ελλάδα μοιράστηκε το βάθρο του Ευρωμπάσκετ 1987 με χώρες που τότε έπνεαν τα λοίσθια και που πλέον έχουν αποδημήσει εις Κύριον. Πιστές, και αυτές, στο προσκλητήριο νεκρών. «Αυτά δεν συμβαίνουν ούτε στη Μαυριτανία», δήλωσε λίγο πριν αναχωρήσει για την παγερή γενέτειρά του ο ασπρομάλλης Γκομέλσκι. Δεν φανταζόταν, ο καψερός, ότι η Ελλάδα είναι η τελευταία αφρικανική χώρα της Ευρώπης.

Ο τελικός μεταδόθηκε lo-fi σε εθνικό δίκτυο, αφού Σοβιετικοί πράκτορες κατέστρεψαν τους αναμεταδότες της ΕΡΤ1 στα νησιά. Μπορεί και να το φαντάστηκα το τελευταίο, αλλά η βραδιά δεν σήκωνε αναλύσεις και έρευνες. Νυν υπέρ πάντων ο αγών. «Το Κύπελλο θα πάρουμε με τσαμπουκά», τραγουδούσαν οι φίλαθλοι και οι μη φίλαθλοι που πλημμύρισαν τις εξέδρες. «Να τοι, οι πρώτοι, σε όλη την Ευρώπη». Αργότερα άφησαν στην άκρη τα φλώρικα ευρωπαϊκά και ανέσυραν από το συρτάρι τα ελληνοπρεπή: «Εδώ θα γίνει ο τάφος σας». Το επόμενο, αφιερωμένο στον διαιτητή Σαντσίς, τον Ισπανό που φορούσε τα κόκκινα γυαλιά: «Εί-σαι μα-λά-κας!» Ένας με δυνατή φωνή κατσικώθηκε κοντά στα μικρόφωνα της ΕΡΤ και έγραψε ιστορία με τις στεντόρειες παρεμβάσεις που ακούγονταν σε εθνικό δίκτυο: «Πήδα, ρε γουρούνι!», «Αλήτες είναι, ρε!» Η ευγενής Μάργκαρετ έκλεινε τα αυτιά της, για να μην της λερωθούν. Η Μελίνα του λιμανιού και του σαλονιού δεν χαμπάριαζε από βωμολοχίες. Όσο είχε στα ρουθούνια της τη θάλασσα του Πειραιά ένιωθε σαν στο σπίτι της.

Δύο σειρές αστυνομικοί, όχι όρθιοι, αλλά στρογγυλοκαθισμένοι πρώτο τραπέζι πίστα, να βλέπουν το ματς από απόσταση επαφής και να μην πιστεύουν στην τύχη τους. Μία θάλασσα από κοντομάνικα πουκάμισα, πασοκικής αισθητικής μουστάκια και αναμμένα τσιγάρα. Λάβαρα «Αthens 1996» και «η ταβέρνα Πυρσός Κατερίνη μαζί σας». Ο Ρόνι Σεϊκέλι («Σακαλή» επιχείρησαν να τον βαφτίσουν κάποτε) καθισμένος στον πάγκο της ελληνικής ομάδας με απροσδιόριστη ιδιότητα. Αρκούσε που είχε πρόσωπο. Και κορμί. Τηλεοπτική μετάδοση δίχως διαφημίσεις στα τάιμ-άουτ και δίχως κάρτα με σκορ και χρονόμετρο. Το διχασμένο λόμπι του Ριζοσπάστη στα δημοσιογραφικά, Έλληνες κομμουνιστές που κοιλοπονούσαν για νίκη της ΕΣΣΔ και του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ο υιός Συρίγος, εφτά χρονών μπόμπιρας, να μαλώνει τον πατέρα του επειδή έλεγε τον Τκατσένκο «Σαμπόνις». Οι συριγισμοί στην εκφορά των σοβιετικών επωνύμων: «Τσατσένκο», «Μαρτσουλένις», «Χομίτσιους».

Ναι, και «γέρο-Γιοβάισα». Το όνομα Γιοβάισα συντασσόταν απαραιτήτως με το τρυφερό πρόθεμα: «γέρο-». O Λιθουανός σκόρερ, που αστόχησε στο τελευταίο σουτ της παράτασης, ήταν 33 ετών, αλλά τα ζαρωμένα χαρακτηριστικά του προσώπου του τον έκαναν να δείχνει 73. Σήμερα μοιάζει πιο ίδιος παρά ποτέ. Ξαναβλέπω το ματς και, αυτό που σας έγραφα πιο πάνω: φοβάμαι ότι κάτι θα γίνει στο ριπλέι και θα χάσουμε. Ότι δεν θα αντέξει ο Φασούλας να παίζει με 3 και 4 φάουλ απέναντι στους δεινόσαυρους που προέρχονταν από τα γκρίζα βάθη του παραπετάσματος. Ότι το αδιανόητο καλάθι του Γκάλη στο πρώτο ημίχρονο θα αποδειχθεί τω όντι αδιανόητο και ως εκ τούτου αδύνατο.

Ότι η ασίστ-κουτάλα του Γιαννάκη προς τον Γκάλη στο 48-46 θα κηρυχθεί παράνομη και θα ακυρωθεί από κάποιο αδυσώπητο δικαστήριο του ξύλινου αθλητισμού. Ότι ο Φάνης με το τσακισμένο γόνατο θα πει «τετέλεσται» και δεν θα κερδίσει όλα εκείνα τα επιθετικά ριμπάουντ στο τέλος. Ότι δεν θα μείνουν ανεκμετάλλευτα από τους Σοβιετικούς τα 8 λεπτά που έμεινε χωρίς πόντο ο χρυσοδάκτυλος Νικ στο δεύτερο ημίχρονο.

Ότι το 61-69 του 30ου λεπτού θα γίνει 61-75 με δύο τρίποντα του Τιχονένκο ή του Βάλτερς και θα κλειδαμπαρώσει το όνειρό μας στο χρονοντούλαπο. Ότι ο Πολίτης θα απωλέσει την ολύμπια ψυχραιμία του και θα παίξει τον τελικό σε μια τρελή ζαριά. Ότι ο «Μπέρι» Ανδρίτσος θα λυγίσει από την ευθύνη και θα σουτάρει μία από τις κρίσιμες βολές στο σίδερο. Ότι ο Ιωάννου θα σκάσει από την τρεχάλα και θα γονατίσει από τον τσιγαρόβηχα.

Ότι ο «δράκος» θα φύγει για το νοσοκομείο με διάσειση και δεν θα θυμάται ούτε το όνομα της Ευγενίας, μετά την αγκωνιά του τρομακτικού «Τσατσένκο». Ότι θα κατατεθεί αναδρομικά κάποια ένσταση, όπου το εκπρόθεσμο καλάθι της μη-ισοφάρισης από τον Βάλτερς στο τέλος της κανονικής διάρκειας θα κριθεί εμπρόθεσμο ελλείψει VAR και θα μετρήσει κανονικά.

Ότι ο Καμπούρης θα τρέξει προς την άμυνα αντί να υπακούσει στις Μοίρες και να ξαμοληθεί στο κυνήγι ενός ριμπάουντ που άλλαξε τις ζωές μας. Ότι ο γέρο-Γιοβάισα θα τραβήξει τον λαχνό της ζωής του, σε εκείνο το σουτ της ύστατης στιγμής, αφήνοντας όλη την Ελλάδα ξερή και πνίγοντάς την σε αλμυρά, πικρά δάκρυα. Διανοείστε πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή όλων μας αν μας το μπουμπούνιζε ο Λιθουανός με τη γιαγιαδίστικη μούρη; Το συλλογικό θυμικό θα βασανιζόταν μέχρι σήμερα από ένα αβυσσαλέο «παραλίγο», από ένα «γαμώ το» που δεν θα έσβηνε με κανένα ελιξίριο λήθης. Θα ξαναβλέπαμε πικραμένοι το βίντεο, αναζητώντας το μαγικό γρανάζι που γυρίζει τον χρόνο πίσω, ώστε να παίξουμε όλοι μαζί μία τελευταία άμυνα, μία τάπα, ένα κλέψιμο, για την Ελλάδα, ρε γαμώτο. Ώστε να ζήσουμε μετά το Ζάγκρεμπ, τη Γάνδη, το Παρίσι, τη Ρώμη, τη Βαρκελώνη, το Βελιγράδι, τη Σαϊτάμα, την Κωνσταντινούπολη, ποιος ξέρει τι άλλο μεθύσι μάς ξημερώνει.

Η 14η Ιουνίου 1987 ήταν η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής μας. Χάρη στα αλύγιστα χέρια του Αργύρη Καμπούρη. Χάρη στα τρεμάμενα χέρια του Σεργκέιους Γιοβάισα. Τρεισήμισι δεκαετίες τώρα τσαλαβουτάμε με χρυσό μαγιό στο σιντριβάνι της Ομόνοιας, χάρη σε δύο νέους άνδρες που προικίστηκαν από τη φύση με φιζίκ γέροντα.

 

*Περισσότερα για το βιβλίο Τα ματς της ζωής μας, εδώ.

Αφήστε μια απάντηση