Το χαμένο ριζότο
Τις Κυριακές τα μεσημέρια, το ελληνικό τραπέζι στρώνεται με ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα. Κατσικάκι στο φούρνο ή παστίτσιο, χωριάτικες σαλάτες, πατάτες, ρύζι ή ζυμαρικό, τα τυριά που συνοδεύουν, και από τα υπόλοιπα συμπληρωματικά ό,τι καλύτερο διαθέτει το ψυγείο είναι σερβιρισμένο πάνω στο καθαρό τραπεζομάντηλο των νοικοκυριών.
Την ίδια ώρα, περίπου στις 14:00, εδώ και λίγα χρόνια, μια αγοροπαρέα καταθέτει μια πιο εναλλακτική κυριακάτικη πρόταση, στα ανοικτά γήπεδα ποδοσφαίρου του Αγίου Κοσμά.
Ήρθε η στιγμή της συνάντησης. Λίγο πριν από το μεγάλο ραντεβού, ανάβουν τα τηλέφωνα για να επιβεβαιωθούν οι συμμετοχές. Τρεις έρχονται από τον Πειραιά, δύο από το Κερατσίνι, τρεις από Άλιμο, και άλλοι τρεις από Ηλιούπολη. Έντεκα χαρούμενοι μπαμπάδες και αγόρια, εννέα έως δεκαέξι ετών, και είμαστε έτοιμοι για παιχνίδι άλλη μια φορά.
Το βαρύτερο άγχος είναι αν θα βρούμε άδειο τέρμα για τον αγώνα μας. Εκεί που πάμε δεν υπάρχει τέτοια εγγύηση. Τελικά, ως διά μαγείας, πάντα τα καταφέρνουμε. Βοηθά και η ώρα, αφού οι υπόλοιποι μάλλον τρέχουν να προλάβουν το λαχταριστό κυριακάτικο τραπέζι τους. Εμείς ερχόμαστε, όλοι οι άλλοι φεύγουν. Τι χαρά!
Μπαίνουμε με στυλ στο γήπεδο. Στα γκολπόστ εναλλάσσονται οι κέρβεροι Νικόλας και Άρης. Ο Τζαν τρέχει σαν να μην υπάρχει αύριο, ο Πάνος δεν αφήνει κουνούπι να περάσει, ο Σπύρος κόβει με πάθος, ο Κωνσταντίνος οργανώνει, ο Χρήστος γεμίζει με δύναμη το γήπεδο, ο Δημήτρης βάζει και χάνει τα γκολ, ο Λεωνίδας κοιτά με δέος, ο Τάκης δεν αφήνει τα δοκάρια σε ησυχία και ο Θάνος, αν και ο λιλιπούτειος της παρέας, χώνεται με θράσος παντού.
Τρέχουμε πάνω, τρέχουμε κάτω, κλωτσάμε στραβά, πολλές φορές κλωτσάμε ατάλαντα και τον αέρα. Τσακωνόμαστε για τα φάουλ και τα πέναλτι, αμφισβητούμε το σκορ, φωνάζουμε και πανηγυρίζουμε σαν τρελοί. Απ’ όλα έχει το πρόγραμμα, κυρίως ιδρώτα. Όσο πιο μούσκεμα είναι η φανέλα, τόσο πιο πολλά έχουμε να λέμε στο τέλος.
Αποχωρούσαμε και αυτή τη Κυριακή. Οι μπαμπάδες κατάκοποι, ίσα που έπαιρναν τα πόδια τους στο δρόμο για το πάρκινγκ. Αφήσαμε λίγο να προπορευτούν τα αγόρια.
«Θα θυμούνται, ρε παιδιά, τα αγόρια μας αυτές τις στιγμές;», ρώτησα τους φίλους μου ψάχνοντας τις απαντήσεις στα μάτια τους. «Θα τις θυμούνται αλήθεια, ρε παιδιά;», επανέλαβε την ερώτηση ο Δημήτρης. Ο Νικόλας και ο Τάκης ανασήκωσαν τους ώμους και χαμογέλασαν με νόημα.
Ποιος, άραγε, να ξέρει;
Μπαίνουμε στις θέσεις μας και περιμένουμε ο ένας πίσω από τον άλλο, ένα μικρό κομβόι τεσσάρων αυτοκινήτων στο φανάρι για να βγούμε στην παραλία. Αυτό είναι το φανάρι της υπομονής. Αλλά και της προετοιμασίας για τον επίλογο. Επιτέλους πράσινο. Τώρα είναι η στιγμή. Μόλις ανοίγει, τα τέσσερα αυτοκίνητα κορνάρουμε ταυτόχρονα και ξεκινάμε. Τα παιδιά ξελιγώνονται στα γέλια. Κάθε φορά αυτός είναι ο επίλογος της παρέας. Χαιρετιόμαστε με ενθουσιασμό από τα ανοικτά παράθυρα ώσπου να χάσουμε την επαφή.
«Μπαμπά, αγαπώ τους φίλους μου», παραδέχεται ο μεγάλος σε μια κρίση ειλικρίνειας. «Κι εγώ», πετάχτηκε ο μικρός. Άλλωστε, χωρίς τους φίλους μας, θα είχαμε ήδη φάει το ριζότο θαλασσινών. Μα, είναι φαγητό αυτό;
Πάτησα γκάζι, με χαρά για τις στιγμές. Αλλά και για το ριζότο που περιμένει. Αργήσαμε αλλά άξιζε, ακόμη μια φορά.
*Μπορείς να διαβάσεις, επίσης: «Οι Κυριακές μου», «Οι Κυριακές του Θεοδόση Μίχου».