Στα τέλη του 1993 έκανα το πρώτο τηλεοπτικό μου γύρισμα για τη σειρά Τμήμα Ηθών στον ΑNT1. Ήταν μια σειρά με αυτοτελείς ιστορίες για κάθε επεισόδιο. Ο μύθος του Κενταύρου λεγόταν το επεισόδιο και ο σκηνοθέτης και παραγωγός Μανούσος Μανουσάκης με διάλεξε για πρωταγωνιστή του. Ήμουν τελείως άγνωστος, αλλά ο Μανούσος κάτι είδε σ’ εμένα και έτσι έγινε ο τηλεοπτικός νονός μου. Σίγουρα θα βοήθησε στην απόφασή του το γεγονός ότι είχα θεατρική παιδεία με σπουδαίους δασκάλους και ήμουν έτοιμος να αναλάβω τις ευθύνες ενός πρωταγωνιστικού ρόλου στην τηλεόραση. Αυτό το είδαν κι άλλοι τηλεοπτικοί σκηνοθέτες και, έτσι, μετά το Τμήμα Ηθών έπαιξα και σε όλα τα υπόλοιπα σίριαλ με αυτοτελή επεισόδια.

Τον Μάιο του 1995 έκλεισα τον ρόλο στο Ντόλτσε Βίτα, που με έκανε γνωστό στο ευρύ κοινό. Λίγους μήνες όμως πριν από αυτό, είχα παίξει σε ένα σίριαλ της ΕΡΤ1 που λεγόταν Η φυλή των ανθρώπων (απ’ το μυθιστόρημα του Θράσου Καστανάκη). Είχα κάποιες σκηνές με την Κατερίνα Μαραγκού και τον Αλμπέρτο Εσκενάζυ, αλλά οι βασικές μου σκηνές ήταν με τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Από τότε που ήμουν μικρός και τον έβλεπα στις παλιές ελληνικές ταινίες, αυτός ο ηθοποιός μού έβγαζε, πέρα από κάτι λαμπερό, και μια έμφυτη ευγένεια. Τον είχα δει και σε μια τηλεοπτική συνέντευξη όπου, μαζί με τους υπόλοιπους συντελεστές, μιλούσαν για τη θεατρική παράσταση που θα παρουσίαζαν. Ο Αλέκος Αλεξανδράκης, αν και ήταν ο πρωταγωνιστής της παράστασης, μίλησε λιγότερο απ’ όλους. Έδινε χώρο και χρόνο ώστε να μιλήσουν οι άλλοι και, όταν πήγαινε να πει κάτι κι αυτός, αν κάποιος τον διέκοπτε, σταματούσε να μιλάει και ευγενικά άφηνε αυτόν που τον διέκοψε να πει ό,τι ήθελε. Μου έδινε την αίσθηση ενός χορτασμένου ανθρώπου και καλλιτέχνη, που δεν τον ενδιέφερε να διεκδικεί τίποτα.

Παρόλο λοιπόν που την περίοδο που συνεργαστήκαμε εγώ ήμουν ένας άγνωστος ηθοποιός και αυτός ήταν ο θρυλικός ζεν πρεμιέ του ελληνικού κινηματογράφου, μου φέρθηκε πολύ γενναιόδωρα. Όταν έμαθε, δε, ότι δουλεύω στο ποιοτικό θέατρο και οι δάσκαλοί μου ήταν ο Νικήτας Τσακίρογλου, η Λυδία Κονιόρδου και ο Λευτέρης Βογιατζής, τότε άνοιξε μια φτερούγα προστασίας από πάνω μου και επέβαλε σε όλο το τηλεοπτικό συνεργείο να με αντιμετωπίζουν ισότιμα με αυτόν. Κάποιες φορές, μάλιστα, ήθελε να με αντιμετωπίζουν και καλύτερα απ’ ό,τι αυτόν.

Μια φορά έκανε κάτι που δεν θα το ξεχάσω ποτέ: Είχαμε τηλεοπτικό γύρισμα μέχρι αργά το απόγευμα και μετά έπρεπε να φύγουμε γρήγορα και οι δυο μας γιατί είχαμε πρόβα στο θέατρο (την ίδια ώρα είχαμε πρόβα αλλά σε διαφορετικά θέατρα). Είχε μείνει λοιπόν μια τελευταία σκηνή να γυρίσουμε με τον Αλεξανδράκη και εμένα και μετά τελειώναμε. Τη σκηνή θα βιντεοσκοπούσε ο σκηνοθέτης από τρεις διαφορετικές γωνίες. Στην πρώτη θα ήμασταν σε ένα γενικό πλάνο όπου θα παίζαμε τη σκηνή και θα φαινόμασταν και οι δύο ηθοποιοί. Μετά θα μετέφεραν τα φώτα και την κάμερα ώστε να γίνει η σκηνή και να φαίνεται σε κοντινό πλάνο ο ένας ηθοποιός και τέλος θα μετέφεραν πάλι την κάμερα και τα φώτα σε πλάνο ώστε να φαίνεται ο άλλος ηθοποιός. Ο σκηνοθέτης μετά, στο μοντάζ, θα ένωνε τα πλάνα ώστε να υπάρχει μια κινηματογραφική ροή. Αφού λοιπόν τελειώσαμε τη λήψη για το γενικό πλάνο όπου φαινόμασταν και οι δύο ηθοποιοί, λέει ο σκηνοθέτης να στήσουν την κάμερα και τα φώτα ώστε να ολοκληρώσουμε τα κοντινά πλάνα του κυρίου Αλεξανδράκη, για να φύγει για την πρόβα του στο θέατρο. Αφού έφευγε ο Αλεξανδράκης, θα μετέφεραν πάλι κάμερα και φώτα ώστε να γίνουν τα δικά μου κοντινά πλάνα και εγώ θα κοίταζα σε ένα σημείο, σαν να βλέπω τον Αλεξανδράκη.

Η αλλαγή κάμερας και φώτων από τη μια πλευρά στην άλλη χρειαζόταν τουλάχιστον μια ώρα. Ο Αλέκος Αλεξανδράκης υπολόγισε την ώρα και κατάλαβε ότι εγώ που θα έμενα μέχρι τις τελευταίες λήψεις, ώστε να βιντεοσκοπηθούν τα δικά μου πλάνα, θα αργούσα σίγουρα να πάω στην πρόβα μου στο θέατρο και τότε είπε στον σκηνοθέτη: «Παρακαλώ να γίνουν πρώτα τα πλάνα του Θανάση ώστε να φύγει και θα μείνω εγώ στο τέλος μόνος μου για τα δικά μου. Αν αργήσω εγώ στην πρόβα μου στο θέατρο, δεν θα μου πει κανείς τίποτα, αν όμως αργήσει ο Θανάσης, θα του κάνουν παρατήρηση».

Για άλλη μια φορά, με έκανε να βουρκώσω από τη συγκίνηση. Για άλλη μια φορά, ο πιο λαμπερός ζεν πρεμιέ του ελληνικού κινηματογράφου έδινε προτεραιότητα σε έναν νέο και άγνωστο ηθοποιό. Για άλλη μια φορά, με ενέπνευσε ώστε να σκεφτώ πως κι εγώ έτσι θέλω να γίνω μια μέρα. Για άλλη μια φορά, βγήκαν αληθινές οι συμβουλές του παππού μου, που μου έλεγε: «Μακριά από αχόρταγους ανθρώπους που έχουν μόνιμα πεινασμένο μάτι. Μόνο όσους έχουν χορτασμένο μάτι να εμπιστεύεσαι».

Απόσπασμα από το βιβλίο Μικρές Ιστορίες, Μεγάλα Μαθήματα του Θανάση Ευθυμιάδη.