Πλησίαζαν Χριστούγεννα.

Έκλεισα μια συμφωνία με τη μαμά μου: αν πουλούσα το τραπέζι του μπιλιάρδου, εκείνη θα έβαζε τα υπόλοιπα για μια ηλεκτρική κιθάρα που είχα εντοπίσει στο παράθυρο του Caiazzo’s Music Store στην οδό Σέντερ. Η τιμή ήταν εξήντα εννιά δολάρια και συνοδευόταν από έναν μικρό ενισχυτή. Ήταν η φτηνότερη που είχαν, αλλά ήταν μια αρχή. Πούλησα το τραπέζι του μπιλιάρδου για τριάντα πέντε δολάρια∙ ένας τύπος το έδεσε στην οροφή του αυτοκινήτου του και κατηφόρισε το δρομάκι του σπιτιού μας.

Έτσι λοιπόν, μια παραμονή Χριστουγέννων που το χιόνι έλιωνε, στάθηκα με τη μητέρα μου μπροστά στη βιτρίνα του Caiazzo’s κοιτάζοντας μία καφέ-κίτρινη ηλεκτρική Kent με μονό μαγνήτη, κατασκευασμένη στην Ιαπωνία. Φάνταζε όμορφη, προσιτή στην τιμή – και υποσχόμενη ότι μπορούσε να κάνει θαύματα. Εγώ είχα τα τριάντα πέντε δολάριά μου και η μητέρα μου άλλα τριάντα πέντε από ένα μικρό καταναλωτικό δάνειο. Εκείνη και ο πατέρας μου δανείζονταν ανά διαστήματα, ξεπληρώνοντας τα δάνειά τους έγκαιρα ώστε να μπορούν να δανειστούν ξανά. Eξήντα εννέα δολάρια ήταν τα μεγαλύτερα έξοδα που είχα κάνει στη ζωή μου και η μητέρα μου ρίσκαρε για εμένα άλλη μια φορά.

Μπήκαμε στο κατάστημα. Ο κύριος Καϊάζο την πήρε από τη βιτρίνα και την έβαλε σε μία θήκη από χαρτόνι και δερματίνη – κι έτσι γυρίσαμε στο σπίτι με την πρώτη ηλεκτρική μου κιθάρα. Στο καθιστικό τη συνέδεσα με τον νέο μου ενισχυτή. Το μικροσκοπικό μεγάφωνο των έξι ιντσών ζωντάνεψε με ένα μουγκρητό. Ο ήχος ήταν άθλιος, παραμορφωμένος όσο δεν πάει. Ο ενισχυτής είχε μόνο ένα κουμπί: ένα ποτενσιόμετρο έντασης. Eίχε περίπου το μέγεθος μεγάλης ψωμιέρας, αλλά αυτό δεν με πείραζε, καθώς είχα πια μπει στο παιχνίδι. Η κιθάρα μου δεν θα μπορούσε να ήταν φθηνότερη, αλλά σε σύγκριση με το «σκουπίδι» με το οποίο έπαιζα μέχρι τότε, έμοιαζε με Cadillac. Οι χορδές της ήταν λείες και η απόστασή τους απ’ το τάστο ήταν ελάχιστη, επιτρέποντας το εύκολο παίξιμο με την παραμικρή πίεση.

Γρήγορα έγινα καλύτερος και σύντομα αρχίσαμε να βρισκόμαστε στο σπίτι ενός φίλου για να τζαμάρουμε. Ήξερα έναν ντράμερ, τον Ντόνι Πάουελ. Μαζευόμασταν στο καθιστικό του όσο έλειπαν οι γονείς του και κάναμε απίστευτη φασαρία. Το να μπορείς να παίζεις μόνο σου ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ το να παίζεις μαζί με άλλους… Πραγματικά, ήταν μια αχαρτογράφητη περιοχή.

Απόσπασμα από το βιβλίο Born to Run.