Άρθρο, Αφιέρωμα

Οι δικοί μας Μέντορες: Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την ομάδα της Key Books

Μια δυνατή ομάδα αποτελείται από μονάδες, συνήθως ετερόκλητες, με κοινό όραμα. Η έννοια «όραμα», όσο αόριστη κι αν φαίνεται λόγω της μη απτής της φύσης, είναι καθοριστική για τη φύση της ομάδας. Είναι λίγο πολύ ένας νόμος, στην πιο light εκδοχή του, «συναρμόττων τους πολίτας» της ομάδας, πολύ μακριά από το πλατωνικό σπήλαιο.

Άτομα με όραμα έχουν για πάντα πίσω τους ένα σύνολο άλλων, αφανών «ηρώων»: των μεντόρων τους. Γιατί οι Μέντορες δείχνουν τι μπορείς να καταφέρεις αν πιστέψεις σε σένα, κι ας μην μπορείς ακόμα να το/τα φανταστείς.

Η ομάδα της Key Books δεν αποτελεί εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα. Είμαστε άνθρωποι με διαφορετικά backgrounds κι ερεθίσματα, αλλά με την ίδια άσβεστη αγάπη για το βιβλίο, σε όποια ηλικία κι αν βρισκόμαστε. Δεν θα μπορούσαμε, λοιπόν, να μην εμπνευστούμε από τον Russell Brand και να αφιερώσουμε μερικές λέξεις για τους δικούς μας Μέντορες. Πάμε να τους γνωρίσουμε.

Βασίλης Βαρδάκας – Συνιδρυτής

Να πιστεύεις στο αμερικανικό όνειρο και στο ταξίδι του Οδυσσέα. Όποια κι αν είναι η αφετηρία σου, η ζωή μπορεί να είναι μια περιπέτεια και οι κορυφές που θα φτάσεις πολλές. Να είσαι ευρηματικός, μεθοδικός, να πιστεύεις στον εαυτό σου και να βάζεις τον πήχη ψηλά. Να επενδύεις σε βιβλία, εμπειρίες και ταξίδια. Η ζωή είναι ωραία όταν τη μοιράζεσαι, να ‘χεις ανοιχτό σπίτι και να ανοιχτή καρδιά. Να προσφέρεις στον διπλανό σου κι ας μην το μάθει ποτέ. Να μην ξεχνάς να γελάς σε κάθε ευκαιρία. Να αγαπάς το θέατρο. Και τις συζητήσεις που κρατούν μέχρι το πρωί. Ψάξε να βρεις τις απαντήσεις που χρειάζεσαι στους αρχαίους Έλληνες. Να απολαμβάνεις τα μικρά σαν να είναι μεγάλα. Λίγα πράγματα είναι καλύτερα από μια βόλτα στην εξοχή, ένα μιλκ σέικ βανίλια κι ένα τραγούδι του Μπρους Σπρίνγκστιν.

«Αυτό που είσαι μου φωνάζει τόσο δυνατά, που δεν μπορώ ν’ ακούσω λέξη απ’ όσα λες» – Ραλφ Γουάλντο Έμερσον.

Δεν θυμάμαι τον πατέρα μου να μου λέει όλα τα παραπάνω, αλλά είμαι βέβαιος ότι αυτή ήταν η κληρονομιά του σε μένα, ότι αυτός ήταν ο πρώτος μου μέντορας, και κατά κάποιον τρόπο παντοτινός. Παρότι τον χάρηκα για λίγα χρόνια υγιή και ακμαίο, είμαι αληθινά ευγνώμων για κάθε στιγμή και για όλα τα ανεκτίμητα μαθήματα ζωής που μου πρόσφερε με γενναιοδωρία.

Τάσος Νικογιάννης – Επιμελητής & Μεταφραστής

O Mr. Barnes υπήρξε κάτι παραπάνω από τον άνθρωπο που μου δίδαξε αγγλική φιλολογία στη Γ’ Λυκείου. Πριν καν μπει στη σχολική αίθουσα, είχε στρογγυλοκαθίσει στην έδρα η φήμη του: πρώην πιλότος της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας στον Β΄ Παγκόσμιο, τον κατέρριψαν οι Ιάπωνες κάπου πάνω από τον Ειρηνικό και σώθηκε από ένα θαύμα. Λεγόταν ότι η σφαίρα που του καρφώθηκε στον αγκώνα έμεινε για πάντα εκεί, διαλύοντας τους συνδέσμους, αλλά δίνοντάς του τη δυνατότητα να μπορεί να γυρνάει τον πήχη του 180 μοίρες. Δεν τον είδα να το κάνει ποτέ, αλλά μικρή σημασία έχει. Άλλωστε, το παλιό δημοσιογραφικό γνωμικό λέει πως ποτέ δεν πρέπει να αφήνεις την πραγματικότητα να σου χαλάει μια καλή ιστορία.

Ο Μr. Barnes μού δίδαξε το “A Catcher in the Rhye”. Μόνο. Επί ένα ολόκληρο σχολικό έτος. Η διδασκαλία του θύμιζε περισσότερο χειρουργική τομή, παρά λογοτεχνική ανάγνωση. Υπό την καθοδήγησή του, κάθε λέξη του κλασικού έργου του J.D. Salinger αναλυόταν και διαλυόταν για να επανασυσταθεί με νέα νοήματα, συνδέσεις με άλλα γραπτά, αλλά και κρυφά μηνύματα, που μόνο όποιος ήταν κάτοχος του ειδικού κλειδιού μπορούσε να αποκωδικοποιήσει. Και ο Mr. Barnes ήταν ο ιδανικός κλειδοκράτορας ενός νέου σύμπαντος που αποκαλυπτόταν στα έκπληκτα εφηβικά μάτια μας. Ίσως περιττεύει να γραφτεί ότι από την πλημμύρα πληροφορίας που διαχεόταν στη σχολική αίθουσα, ήσουν τυχερός (ή ασυνήθιστα ταλαντούχος) αν απορροφούσες έστω και τα μισά, αλλά το μήνυμα δεν μπορούσε να διαφύγει από κανέναν: τα πάντα έχουν τουλάχιστον διπλή ανάγνωση, και πολλές φορές η τρίτη ανάγνωση, αυτή που δεν υπήρχε ούτε ως σπέρμα σκέψης στο μυαλό του συγγραφέα, είναι η πιο αποκαλυπτική.

Στο μέσο της σχολικής χρονιάς συνέλαβα τον εαυτό μου να παρουσιάζει δυσανεξία σε αυτόν τον γλωσσικό ανατόμο, που ένιωθα πως μου στερούσε την «απόλαυση» της ανάγνωσης. Όταν λίγο πριν την αποφοίτηση μάς μοίρασε μία λίστα με προτεινόμενα βιβλία για τις διακοπές, η επιλογή μου ήταν το “Brave New World”, του Aldous Huxley. Ξεκινώντας την ανάγνωση, συνειδητοποίησα ότι το ξεφύλλισμα μου έπαιρνε τον διπλάσιο χρόνο από παλιά, κρατούσα σημειώσεις στα περιθώρια των σελίδων, συχνά γυρνούσα πολλές σελίδες πριν για να τσεκάρω την επανάληψη κάποιας λέξης και ποιος θα μπορούσε να είναι ο υπόρρητος λόγος πίσω απ’ αυτό: η συνολική εμπειρία του τυπωμένου χαρτιού είχε μετατραπεί από μια σχεδόν μηχανική διαδικασία σε κάτι που με κινητοποιούσε εσωτερικά, αναδιέτασσε τη σκέψη μου και με μεταμόρφωνε σταδιακά, αλλά χωρίς επιστροφή. Και τότε ήρθε η συνειδητοποίηση ότι ο δάσκαλος αυτός δεν άλλαξε μόνο τον τρόπο που προσέγγιζα το βιβλίο, αλλά μετατόπισε τη σκέψη μου αναφορικά με κάθε μορφή τέχνης, και επακόλουθα με τη ζωή συνολικά. Με έκανε να ξεχωρίζω το μονοδιάστατο και επιφανειακό από το πολύπλευρο και καλειδοσκοπικό, να εντοπίζω τις λεπτές αποχρώσεις των λέξεων, των ήχων, αλλά και της εικόνας, και εν τέλει μου χάρισε μια πολύτιμη ματιά απέναντι στην τέχνη και στη ζωή.

Και για αυτό τον ευχαριστώ.

Νούλα Μπίτσικα – Social Media Manager

«Μόνο η Μπιτσικονούλα μπορεί να δει τι έχω στα χέρια μου». Αυτό ειπώθηκε σε μια τάξη φροντιστηρίου το ’14, στο διάλειμμα της Έκθεσης. Σε μια τάξη αποτελούμενη από κατά φαντασίαν καλλιτέχνες και καθ’ ιδεολογίαν «αριστούχους», ο Γιώργος Σουλτάνης κατεύνασε τα περίεργα πνεύματα και μου έδωσε μια ανάποδα διπλωμένη εφημερίδα. Όπως αποκαλύφθηκε λίγα δευτερόλεπτα μετά, ήταν μια Athens Review of Books, η πρώτη που έβλεπα στη ζωή μου. Δεν μου εξήγησε ποτέ το γιατί, όμως με άφησε να την ξεφυλλίσω και να την περιεργαστώ. Συγγραφείς που δεν ήξερα, τίτλοι που δεν συγκρατούσα και άρθρα που δεν διαβάζονταν από το 17χρονο μυαλό μου αποτελούσαν αυτό το ουρανοκατέβατο έντυπο. Άλλωστε, το μυαλό μου εκείνη την περίοδο προσπαθούσε να χαράξει αρχικούς χρόνους ρημάτων και γερούνδια.

Τρία χρόνια μετά, περπατούσα την Πανεπιστημίου με την Athens Review of Books στα δικά μου χέρια πια. Είχα μόλις επιλέξει στη σχολή το μάθημα της βιβλιοκριτικής κι έπρεπε να βρω τη φωνή μου ανάμεσα σε άλλους άξιους βιβλιοκριτικούς. Και όταν μιλάμε για «σχολή», εννοούμε το Τμήμα Ε&ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, στο οποίο μπήκα με την αμέριστη υποστήριξη των καθηγητών μεντόρων μου: Γιώργος Σουλτάνης, Γιάννης Πηγουνάκης, Νίκος Κουτσογιάννης, Γεωργία Σκούρτη, Γιώργος Θεοδωράκης και Κυριακή Ατζίδου έβλεπαν κάτι που εγώ δεν μπορούσα να δω, λόγω του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος από το οποίο όλοι περάσαμε. Ήταν αυτοί που με έκαναν να πιστέψω ότι τελικά δεν είμαι μόνο ένα σύνολο διψήφιων αριθμών, αλλά ένας άνθρωπος με ανησυχίες, ενδιαφέροντα και απεριόριστη περιέργεια. Δεν είναι, λοιπόν, τόσο περίεργο που με τη δική τους συνδρομή άρχισα να βλέπω 19άρια και 20άρια. Αν με ρωτήσετε πώς δίδασκαν, το πρώτο που θυμάμαι είναι τα διαλείμματά μας γεμάτα διαλόγους, σχολιασμούς, και, όπως λέμε στο χωριό μου, mentoring.

Και όχι, δεν έχω μπερδευτεί. Μέντορας δεν σημαίνει καθηγητής. Μέντορας είναι αυτός που βλέπει τον κόσμο με μάτια που σε καθησυχάζουν και σε παρακινούν ταυτόχρονα. Ένας κόσμος στον οποίο όχι μόνο χωράς, αλλά και μπορείς να τον διαμορφώσεις όπως ονειρεύεσαι. Ο Μέντορας σού δείχνει τη «γη» που μπορείς να καλλιεργήσεις, όταν όλοι γύρω σου βλέπουν τη γη στέρφα και σένα ανίκανο να την αξιοποιήσεις. Και όλο το dream team που προαναφέρθηκε το πέτυχε αυτό και με το παραπάνω. Γιατί εκεί που όλοι έβλεπαν μια χαμένη υπόθεση, αυτοί έβλεπαν ένα παιδί που αγαπά το βιβλίο και πρέπει κάποτε να ανταμειφθεί. Και για να σας τα λέω εδώ, κάτι τέτοιο συνέβη.

Η Μπιτσικονούλα τα κατάφερε, κύριε Σουλτάνη!

Μάθετε περισσότερα για τους «Μέντορες» του Russell Brand εδώ.

Αφήστε μια απάντηση