Οι Κυριακές πάντα τα είχαν όλα.
Είχαν τέλος αλλά είχαν κι αρχή.
Είχαν ξεκούραση αλλά είχαν κι ετοιμασία.
Είχαν χαρά αλλά είχαν και μελαγχολία.
Είχαν Σαββατοκύριακο αλλά είχαν και Δευτέρα.
Κυριακή πάντα επιστρέφαμε με τους γονείς μου Καλλιθέα από το εξοχικό μας στην
Βούλα. Εκεί, κατά τις επτά, σούρουπο χειμώνα, η μάνα μου οδηγούσε το γαλάζιο μεταλλικό
ESCORT με πινακίδα 6887 κι ο πατέρας μου ήταν στη θέση του συνοδηγού, με το χέρι
κλασικά στο χερούλι. Και στη ζωή, πάντα οδηγός ήταν η μάνα μου και συνοδηγός ο
πατέρας μου, παρότι καπετάνιος, αλλά δεν το ήξερα τότε.
Οι Κυριακές μου, λοιπόν, είχαν και Βούλα και Καλλιθέα.
Και πράσινο και τσιμέντο.
Μου άρεσε πολύ που περνούσα αυτή τη μισή ώρα με τους γονείς μου μέσα στο
αμάξι. Ήμασταν μόνο οι τρεις μας, χωρίς παρεμβάσεις κι αποσπάσεις (τότε δεν
είχαμε κινητά). Ήταν ο ιερός κοινός μας χρόνος. Και χώρος. Εγώ καθόμουν στο πίσω
κάθισμα, ακριβώς στη μέση, έχοντας σχηματίσει ένα ισοσκελές τρίγωνο – είχα
υπολογίσει άψογα τις ίσες αποστάσεις ανάμεσα στους γονείς μου. Τότε δεν ήξερα
πόσο ευλογία είναι να έχεις και τους δύο σου γονείς κι η μόνη σου έννοια να είναι να
υπολογίζεις τις αποστάσεις. Δεν ήξερα τη μαγεία του να έχει το τρίγωνό σου τρεις
πλευρές.
Οι Κυριακές μου είχαν πάντα και μελαγχολία. Κάτι τελείωνε και κάτι ξεκινούσε.
Είχαν μοναξιά (μόνο ένα μοναχοπαίδι μπορεί να το νιώσει αυτό) κι είχαν κι αγωνία
(σχεδόν πάντα ήμουν αδιάβαστος για τη Δευτέρα).
Οι Κυριακές ήταν μεταβατικές μέρες για μένα.
Αλλά κι αυτόνομες.
Οι Κυριακές ήταν κατηγορία από μόνες τους.
Αυτό που είσαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι κι ένα μέρος σου δεν ανήκει ούτε σε σένα
ούτε στο κρεβάτι. Ανήκει στην κόψη. Εκεί που ενώνονται τα δύο.
Αυτό ακριβώς ήταν οι Κυριακές μου.
Κυριακές μεσημέρια τρώγαμε πάντα με τους γονείς μου στην Βούλα. Η μάνα μου
έφτιαχνε σπιτικό φαγητό το οποίο είχε πάντα κάτι από το μποστάνι του πατέρα μου.
Ο πατέρας μου ετοίμαζε βαπορίσιο μεζέ, πάντα ψωμί με κοπανιστή και ντομάτα.
Πάντα δοκίμαζε το πρώτο κομμάτι, με βλέμμα πιτσιρικά που έχει κάνει σκανταλιά.
Μετά το φαγητό, καπάκι ξάπλωνε στον καναπέ, παρέα με την εφημερίδα του. Παλιά
η ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ, χρόνια μετά η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. Σε λίγο, στάνταρ τον έπαιρνε ο
ύπνος στον καναπέ. Οι Κυριακές μου λοιπόν, πάντα, μύριζαν εφημερίδα αλλά και
χουζούρι.
Μεγαλώνοντας, έμαθα κι εγώ να διαβάζω ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ τις Κυριακές. Να διαβάζω
γενικά αλλά και να προετοιμάζω τη βδομάδα μου. Να την οργανώνω και να την
προγραμματίζω. Με χαρτί και μολύβι. Να την καταστρώνω.
Έκτοτε οι Κυριακές απέκτησαν τη σωστή θέση τους μέσα μου.
Απέκτησαν τάξη και σειρά. Δημιουργία και φαντασία. Έμπνευση κι οξυγόνο.
Από τότε που χώρισα, κάποιες Κυριακές έχω τα παιδιά μου, κάποιες όχι. Δεν είναι ότι αυτές που δεν τα έχω
δεν είμαι καλά, γιατί έχω μάθει να περνάω όμορφα με μένα (όχι μόνο τις Κυριακές).
Δεν είναι ούτε χειρότερες, ούτε καλύτερες.
Σίγουρα, όμως, δεν είναι το ίδιο.
Πάντα η Κυριακή ήταν μεταβατική μέρα για μένα.
Σάββατο ξαναμπήκε για τελευταία φορά ο μπαμπάς μου στο νοσοκομείο.
Κυριακή είχαμε ελπίδες.
Δευτέρα μάς τις ξέκοψε ο γιατρός.
Τρίτη έφυγε.
Κυριακή δεν ήταν ποτέ η καλύτερή μου μέρα.
Ούτε η χειρότερη όμως.
Διαβάστε επίσης: Ο Στέφανος Ξενάκης ξετυλίγει μέσα από απλές καθημερινές ιστορίες έναν άλλο τρόπο θέασης της ζωής