Η Μαίρη Τζέιν έβγαλε ένα σημειωματάριο και άρχισε να γράφει:

Πάντοτε μπορείς να επιλέγεις τον τρόπο με τον οποίο κάνεις τη δουλειά σου, ακόμα κι όταν δεν μπορείς να επιλέγεις την ίδια τη δουλειά σου.

Ύστερα συλλογίστηκε τη φράση που μόλις έγραψε και ρώτησε: «Γιατί να μην επιλέγεις τη δουλειά σου;».

«Σωστή παρατήρηση. Έχεις πάντοτε το ελεύθερο να παραιτηθείς από τη δουλειά σου, επομένως, με αυτή την έννοια, επιλέγεις την εργασία σου. Ωστόσο, ενδέχεται να μην είναι και τόσο έξυπνη κίνηση αυτή, με δεδομένες τις υποχρεώσεις σου και άλλους παράγοντες. Αυτό εννοώ όταν λέω επιλογή. Από την άλλη πλευρά, πάντοτε εσύ επιλέγεις τη διάθεση που φέρνεις στη δουλειά».

Ο Λόνι συνέχισε: «Θα σου μιλήσω για τη γιαγιά μου. Πάντοτε έκανε με αγάπη και χαμόγελο τη δουλειά της. Όλα τα εγγόνια θέλαμε να τη βοηθάμε στην κουζίνα, διότι το πλύσιμο των πιάτων με τη γιαγιά ήταν σκέτη απόλαυση. Κατά τη διάρκειά του, πολλή από τη σοφία της κουζίνας μοιράστηκε σε εμάς. Όταν ήμασταν παιδιά, μας δόθηκε κάτι όντως πολύτιμο, ένας ενήλικας που μας νοιαζόταν. Αντιλαμβάνομαι πλέον ότι της γιαγιάς μου δεν της άρεσε το πλύσιμο των πιάτων. Περιέβαλλε με αγάπη το πλύσιμο των πιάτων και το κέφι της ήταν μεταδοτικό.

»Αντίστοιχα, τα φιλαράκια μου και εγώ συνειδητοποιήσαμε πως κάθε μέρα που πηγαίνουμε στην ιχθυαγορά κουβαλάμε μια ορισμένη διάθεση. Μπορούμε να πάμε με βαριά διάθεση και η μέρα μας να είναι καταθλιπτική. Μπορούμε να πάμε με δύστροπη διάθεση και να εκνευρίσουμε τους συναδέλφους και τους πελάτες μας. Ή μπορούμε να πάμε με μια αισιόδοξη, παιχνιδιάρικη, χαρωπή διάθεση και η μέρα μας να είναι υπέροχη.

Μπορούμε να επιλέγουμε πώς θα είναι η μέρα μας. Συζητήσαμε τούτη την επιλογή πολλές φορές και συνειδητοποιήσαμε ότι θα μπορούσαμε κάλλιστα να περνάμε όσο το δυνατόν καλύτερα τη μέρα μας όσο είμαστε στη δουλειά. Σου βγάζουν νόημα όλα αυτά;» «Εννοείται». «Ενθουσιαστήκαμε μάλιστα τόσο πολύ με τις επιλογές μας, που επιλέξαμε επίσης να γίνουμε πασίγνωστοι. Μια μέρα διασημότητας είναι πολύ πιο ευχάριστη από μια μέρα κοινοτοπίας. Καταλαβαίνεις τι λέω; Η δουλειά στην ιχθυαγορά είναι μια κρύα, υγρή, δύσοσμη, βρόμικη, δύσκολη δουλειά. Όμως, μπορούμε να επιλέξουμε τη διάθεσή μας όσο την κάνουμε».

«Ναι, το καταλαβαίνω. Επιλέγετε τη διάθεση που θα έχετε στη δουλειά κάθε μέρα. Η επιλογή αυτή καθορίζει το πώς θα είστε στη δουλειά. Μια και βρίσκεστε εδώ, γιατί να μην επιλέγετε να είστε πασίγνωστοι αντί για κοινότοποι; Φαίνεται τόσο απλό».

«Απλό για να το καταλάβει κανείς, μα δύσκολο για να το εφαρμόσει. Δεν το δημιουργήσαμε αυτό εν μία νυκτί -μας πήρε σχεδόν έναν χρόνο. Εγώ ήμουν δύσκολη περίπτωση – θα μπορούσες να πεις ότι ήμουν συνέχεια έτοιμος για καβγά. Σου ανέφερα ότι και η προσωπική μου ζωή είχε κατά κάποιο τρόπο ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Ποτέ μου δεν έκατσα να το σκεφτώ ιδιαίτερα, υπέθετα ότι ήξερα πώς είναι η ζωή. Η ζωή ήταν σκληρή κι εγώ αντιδρούσα με τον ίδιο τρόπο – ήμουν σκληρός. Ύστερα, όταν αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε μια διαφορετική ιχθυαγορά, αντέδρασα στο ότι μπορούσα να επιλέξω εγώ πώς θα ζούσα τη μέρα μου. Είχα επενδύσει πάρα πολλά στην ιδέα ότι ήμουν το θύμα. Ένας από τους μεγαλύτερους σε ηλικία τύπους, ο οποίος είχε περάσει κι εκείνος δύσκολα, με πήρε παράμερα και μου εξήγησε, έμπορος προς έμπορο. Έκανα λίγη ενδοσκόπηση και αποφάσισα να το δοκιμάσω. Έγινα φανατικός υποστηρικτής. Ένα άτομο μπορεί να επιλέγει τη διάθεσή του. Το ξέρω διότι επέλεξα εγώ τη δική μου».

Η Μαίρη Τζέιν διαπίστωσε ότι είχε εντυπωσιαστεί τόσο με αυτά που άκουγε όσο και με τον άνθρωπο που τα έλεγε. Σήκωσε το βλέμμα της και είδε τον Λόνι να την κοιτάζει με απορία και συνειδητοποίησε ότι ονειροπολούσε. «Συγνώμη. Θα το δοκιμάσω. Ποια άλλη εξήγηση υπάρχει για την επιτυχία σας εδώ πέρα;»

«Τέσσερα είναι τα συστατικά, μα τούτο εδώ είναι το βασικό. Δίχως την επιλογή της διάθεσής σου, τα υπόλοιπα είναι χάσιμο χρόνου. Γι’ αυτό, ας σταματήσουμε εδώ κι ας αφήσουμε τα άλλα τρία για αργότερα. Κράτα το πρώτο συστατικό και δες τι μπορείς να κάνεις με αυτό στον τρίτο όροφο. Πάρε με τηλέφωνο όταν είσαι έτοιμη να μιλήσουμε για τα υπόλοιπα. Έχεις το τηλέφωνό μας;» «Είναι γραμμένο παντού στο μαγαζί!» «Α, ναι. Δεν θα μας έλεγες και ντροπαλούς, ε; Τα λέμε. Και σ’ ευχαριστώ για το γιαούρτι».

Απόσπασμα από το βιβλίο FISH! των John Christensen, Stephen C. Lundin, Harry Paul