Ποιητής-πατούσας
ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΉ-ΠΑΤΟΎΣΑ ΤΟΝ ΓΝΏΡΙΣΑ στην Ιθάκη ένα καλοκαίρι. Καθόταν κάτω από τη σκιά ενός γεροπλάτανου κι έγραφε.
Μου τον σύστησαν ως ποιητή, έτσι σκέτο, χωρίς όνομα κι επίθετο. Μέρες μετά πήρε το αυτί μου ότι τον έλεγαν Νίκο, αλλά ήταν άχρηστη πληροφορία αφού όλοι τον φώναζαν ποιητή κι αυτός ανταποκρινόταν. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν κάποιο αστείο παρατσούκλι, όμως διαπίστωσα ότι όταν τον ρωτούσαν τι δουλειά κάνει, εκείνος απαντούσε με φυσικότητα «ποιητής», κι έτσι τον έπαιρναν στο δούλεμα κι αυτός όχι μόνο δεν το καταλάβαινε, αλλά το είχε και κρυφό καμάρι.
Τα ποιήματά του ήταν μέτρια, είχαν στόμφο και υπερβολή.
Είχε βγάλει τότε ήδη δύο ποιητικές συλλογές, είχαν γραφτεί μάλιστα και κάτι συμπαθητικές κριτικές.
Το προσπαθούσε, του το δίνω, αλλά τον έπαιρνε κιόλας.
Ο παππούς του ήταν βιομήχανος, έχασε τον πατέρα του νέος, έτσι τα εργοστάσια πέρασαν σ’ εκείνον. Τα είχε δώσει σ’ έναν προκομμένο ξάδερφό του να τα τρέχει και είχε όλο τον ελεύθερο χρόνο να βασανίζει τη ρίμα, να ταξιδεύει και να γράφει.
Εμένα μ’ άρεσε γιατί περνούσα «φάση Σαρτρ» και ό,τι δυσνόητο με συνέπαιρνε. Τις έλεγε, δηλαδή, τις αερολογίες κι εγώ τις έβρισκα γοητευτικές. Ήθελα –άκου τώρα– να λύσω το βασανιστικό αίνιγμα που εκπροσωπούσε. Είχα βρει επιτέλους έναν άντρα να συζητάω για τη Μαρίνα Τσβετάγιεβα, τον Τσέλαν και τον Πόε σαν να ήταν δικοί μας άνθρωποι.
«Δεν έπρεπε να φύγει έτσι απ’ τη ζωή η Μαρίνα» έλεγε.
«Για όλα έφταιγε αυτός ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε».
«Μα, γίνεται να θες άντρα που τον λένε Μαρία;» εγώ έλεγα και γελούσαμε.
Για να του στείλω μήνυμα κατέβαζα τα άπαντα. Φύλλο και φτερό την είχα κάνει τη βιβλιοθήκη.
Το φλερτ μας το ’λεγες και χαζοκουλτουριάρικο, αλλά την είχα δει το κορίτσι του ποιητή και πέρα βρέχει.
«Τρέχουν ξανθές λεοπαρδάλεις στον ώμο σου» έστελνε και εγώ του απαντούσα: «Έρχονται στην πηγή σου όλες να ξεδιψάσουν».
Ο ποιητής, όμως, γρήγορα αποδείχτηκε μεγάλο νούμερο.
Ξερόλας, φαντασμένος και εγωπαθής.
Μου μιλούσε για τα κρασιά της Βουργουνδίας και δήλωνε ότι ήταν ανώτερος από κάθε φτωχοσομελιέ της Ελλαδίτσας.
Τα γευσιγνωστικά ταξίδια του ήταν μόνο για τις αυθεντίες της γεύσης και θεωρούσε ότι διέθετε μία από τις πέντε καλύτερες μύτες στον κόσμο.
Αν τολμούσες να πεις ότι έφαγες κάπου καλά, αμέσως σε άδειαζε. «Αυτό το εστιατόριο είναι φρικτό, μου κάνει εντύπωση που ακόμα δεν έχει κλείσει» έλεγε με στόμφο.
Είχε έναν αέρα «εγώ κι άλλος κανένας», αλλά την έβλεπες από μέσα τη φόδρα που τραβούσε.
Τα ρούχα του ήταν κι αυτά φιλάρεσκα, ντυνόταν μόνο σε ράφτη στην Ιταλία. Τα πουκάμισα είχαν πάντα τα αρχικά του, τα μανικετόκουμπά του σωστά διαλεγμένα. Κοκέτης, ατσαλάκωτος και με μια σιγουριά πλεϊμπόι. Ήξερε από κρασιά, από πούρα, από γυναίκες, από λογοτεχνία, από ρολόγια, από αυτοκίνητα, από σκάφη, από αρώματα και η λίστα δεν τέλειωνε. Δήλωνε ότι μόνο από ποδόσφαιρο δεν ήξερε και αυτό το έλεγε με μεγάλη περηφάνια.
Φευ, ο ποιητής φανφάρας βρισκόταν στη χειρότερη κατηγορία, αυτήν της ημιμάθειας. Και ό,τι ήξερε το ήξερε επιδερμικά και από το κόμπλεξ του τέντωνε τις γνώσεις του μέχρι εκεί που δεν έπαιρνε, χωρίς όμως να κατέχει τίποτα σε βάθος. Ένας πρίγκιπας του γλυκού νερού, που όποτε χρειαζόταν να αλλάξει λάμπα φώναζε ηλεκτρολόγο.
Στο τρίτο ραντεβού ξεκίνησαν τα καμπανάκια – με ρώτησε τι νούμερο παπούτσια φοράω. Ήρθε με ένα ζευγάρι κομψές γόβες την επομένη. Μου ζήτησε να μου τις φορέσει εκείνος. Το βρήκα ρομαντικό. Έτσι ιπποτικά που γονάτισε και μου έβαλε με φροντίδα το παπούτσι, την έλεγες και σκηνή από Σταχτοπούτα, και όταν μου κράτησε το πόδι με μεγάλη προσοχή και περίσκεψη το πρόσωπό του άστραψε σαν να του είχαν δώσει στα χέρια πίνακα του Μικελάντζελο.
«Τέλεια πατούσια» αναφώνησε ενθουσιασμένος. «Έτσι τα φανταζόμουν». Κι έτριψε τα χέρια του όλος χαρά, σαν να είχε κερδίσει τον πρώτο αριθμό του λαχείου. Κοιτούσε ξανά και ξανά τα πέλματά μου, σαν να είχε βρεθεί στο δικό του φαντασιακό βασίλειο της τέλειας πατούσας.
Εγώ δεν ήξερα πώς να αντιδράσω, είπα μόνο: «Εγώ και τα πέλματά μου χαιρόμαστε που σου δώσαμε χαρά».
«Και πόση ακόμη μπορείτε, κοριτσάκι μου» είπε προφητικά.
Είχε σκαλώσει στο γεγονός ότι φοράω 37 νούμερο, που ήταν το αγαπημένο του στις γυναίκες, και τον τρέλαινε η καμάρα μου.
Αφιερώσαμε στα πατουσάκια μου αξιοσέβαστο χρόνο.
«Είναι ένα όνειρο» έλεγε ξανά και ξανά. «Δεν έχουν κότσια, δεν έχουν κάλους, λευκά, χωρίς φλέβες». Και στάθηκε στο σχήμα των νυχιών, στο δεύτερο δάχτυλο που δεν έβγαινε μπροστά απ’ το πρώτο και άλλα τέτοια μορφολογικά που έκαναν τη συζήτηση και λίγο ορθοπεδική. Δεν βαριέσαι, καθείς και το κόλλημά του.
Το είχε κουράσει μεν, αλλά ήταν και άνθρωπος που έδινε έμφαση στη λεπτομέρεια και με τόσο θετικά σχόλια ένιωθα τουλάχιστον «πελματικώς» κολακευμένη. Δεν θα είχα σταθεί στην κατάσταση, αν δεν επανέφερε τη συζήτηση ο ίδιος την επομένη. «Και πώς νιώθουν τα ποδαράκια σου μέσα στα καινούργια παπούτσια; Και πώς ένιωσαν όταν τα έβγαλες; Ήταν άνετα σε σχέση με άλλα παπούτσια;» Πολλές ερωτήσεις που περίμεναν από την απάντησή μου τροφή.
«Όλα μια χαρά είναι» είπα κοφτά.
«Τι μια χαρά;» έκανε σαν απογοητευμένο παιδάκι.
«Τι θες να πω;» τον ρώτησα με έκπληξη.
«Μήπως θες να τους βάλω λίγη κρέμα;» είπε εκείνος πονηρά και έβγαλε από το σακάκι του μια κρέμα ποδιών από γάλα γαϊδούρας. «Είναι η καλύτερη κρέμα ποδιών στην αγορά. Έχω κάνει έρευνα» είπε. Αλίμονο, στη λίστα του σπεσιαλίστα έμπαιναν τώρα και οι κρέμες ποδιών. «Έλα, βγάλε τώρα τα παπούτσια να σου βάλω κρεμούλα».
«Αχ, δεν ξέρω, νιώθω άβολα τώρα να βγάζω τα πόδια μου και να μου βάζεις κρέμα εδώ μέσα στο αυτοκίνητο».
«Άβολα;» γούρλωσε τα μάτια κι έδειχνε οριακά προσβεβλημένος. «Μα, θα μου δώσεις πελώρια χαρά. Μπορώ να ’μαι ο δούλος των ποδιών σου». Άρχισαν να χτυπάνε καμπανάκια.
«Έλα, ξεκόλλα τώρα» είπα σαν να είχε βουτήξει με όλα τα δάχτυλα στο βάζο με το μέλι.
Δεν ίδρωνε, όμως, το αυτί του, ο ποιητής-φανφάρας-πατούσας είχε πετύχει φλέβα χρυσού με τα πέλματά μου και δεν ήθελε με τίποτα να την αφήσει αναξιοποίητη.
«Θέλω να σ’ τα πλένω, να τα χαδεύω, να τους βάζω κρέμα, να τα τρίβω, να με πατάνε». Συνέχισε το ποιηματάκι σαν να ήταν πρόθυμη πεντικιουρίστα πωρωμένη με τη δουλειά της.
Φεύγοντας εκείνο το βράδυ πήρα και την κρέμα μαζί μου, μου είπε ότι θα με σκεφτόταν να την απλώνω. Η σχέση είχε αρχίσει ήδη να κρασάρει και κάτι μου έλεγε η διαστροφή του θα γραφόταν με μεγάλα γράμματα στη μαρκίζα του «Ανδρολίβαδου».
Όταν τον ξαναείδα, ήμουν επιφυλακτική, είχα αρχίσει ήδη να βάζω όπισθεν. Και πράγματι, μετά τα τυπικά, τι κάνω και τι κάνεις, μου έδωσε ένα δεματάκι.
«Αυτό για σένα» είπε και περίμενε με αγωνία να το ανοίξω, βγάζοντας κάτι φωνούλες που λέγανε «τι να ’ναι, τι να ’ναι;».
Άνοιξα το σακουλάκι και αντίκρισα ένα βερνίκι νυχιών σε μοβ απόχρωση. Όπως το ακούτε, ένα βερνίκι νυχιών!
«Τι είν’ αυτό;» έκανα σαν να μην είχα ξαναδεί βερνίκι.
Πήρε το γλυκερό του ύφος. «Σα μου κάνεις τη χάλη να τα βάψεις;» είπε με φωνή μπέμπη.
«Μα, δεν μου αρέσει το μοβ» απάντησα απρόθυμα.
«Σε παρακαλώ, κάν’ το για μένα» είπε σαν να ήταν κάτι τρομερά σοβαρό. «Θα ταιριάζει τέλεια με τη λευκή επιδερμίδα σου. Αν δεν το βάλουν αυτό το μοβ τα ποζαράκια σου, ποια θα το βάλουν;» ρώτησε ρητορικά και συνέχισε με τη μωρουδίστικη λαγνοανώμαλη φωνή.
«Καλά, θα δούμε» είπα για να ξεμπερδεύω.
«Αν θες, σ’ τα βάφω εγώ εδώ και τώρα» πρότεινε με κέφι μπογιατζή.
Σκέφτηκα ότι ίσως είχε επηρεαστεί από τη Λολίτα, και ότι η πολλή λογοτεχνία δεν κάνει καλό. Του είπα: «κάποια άλλη στιγμή» και ξεγλίστρησα, αλλά δεν σκόπευα ούτε την κρέμα να βάλω ούτε να βάψω τα νύχια μου σε χρώμα κηδείας. Εκεί, στο μοβ βερνίκι, έπρεπε να την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια.
Όχι μόνο δεν την έκανα, αλλά μέρες μετά δέχτηκα να πάω για πρώτη και τελευταία φορά στο σπίτι του. Φυσικά, μου ζήτησε να φοράω τις γόβες που μου χάρισε.
«Δεν θέλω να σε πιέσω, αλλά θα χαιρόμουν αν χρησιμοποιούσες το βερνίκι που σου χάρισα τις προάλλες». Προσποιήθηκα ότι δεν διάβασα το μήνυμα.
Το σπίτι του ήταν πολύ μεγάλο, προσεγμένο, με τα σωστά έργα τέχνης, με την Ακρόπολη φάτσα κάρτα. Άνοιξε ωραίο κρασί, έβαλε τζαζ μουσική, όμως αυτήν τη φορά ξεκίνησε γρήγορα το ποδολογικό του ποιηματάκι. Πήγαινα εγώ να το γυρίσω στον Ελιάρ και στη μετάφραση Ελύτη στη Δεύτερη Γραφή, αλλά τίποτα, όλες οι κουβέντες έπεφταν στο κενό. Εκείνος ήταν προσηλωμένος στα «πατούσια» μου, σε σημείο που άρχισε να μου προκαλεί δυσφορία. Ξάπλωσε νωχελικά στον καναπέ. «Δεν βγάζεις τα παπούτσια να είσαι άνετα; Να, θα βγάλω κι εγώ τα δικά μου». Μια που το ’πε και μια που το ’κανε. Έβγαλε έξω τα πόδια του και στράβωσε το στόμα μου απ’ το θέαμα.
Τι ήταν να δω τα πέλματά του;
Είχε τα πιο σιχαμένα πόδια που έχω δει στη ζωή μου. Το ένα δάχτυλο καβαλίκευε το άλλο σαν να ήθελε να ηγηθεί, είχε και κάλους, και κότσια, και φλέβες. Άντρας με κότσι γίνεται; Και στο μεγάλο δάχτυλο δεν είχε νύχι, όπως το ακούτε. Πιο κακοφτιαγμένα άκρα ούτε ο Κουασιμόδος. Προσπαθούσα να μην πέφτει εκεί το βλέμμα μου, αλλά εκείνος ήθελε –άκουσον, άκουσον!– να τα κοιτάζω. Έτριψε μάλιστα τα πόδια μου πάνω στα πόδια του και έκανε διαλόγους μεταξύ των πελμάτων.
«Εμείς δεν είμαστε τόσο ωραία όσο εσείς», είπε, «αλλά θα γίνουμε φίλοι». Η καταλυτική λεπτομέρεια σιχασιάς είναι ότι είχε ιδρωμένη πατούσα. Από αυτά τα πόδια που είναι μόνιμα ιδρωμένα και κάνουν στενή παρέα με το ταλκ.
Είχα αρχίσει να ανακατεύομαι εντόνως, μου είχαν πέσει βαριά και τα θαλασσινά… Έσκυψε και άρχισε να φιλάει τα δάχτυλα του ποδιού με πάθος και έξαψη, και σάλια, και μουρμουρητά, και μια πολύ περίεργη εξαποδώ λαγνεία.
Τέλος, ο ποιητής ακούμπησε το μάγουλό του στο πάτωμα και είπε: «Πάτα με, μωρό μου, πάτα με». Μάζεψα τα πόδια μου απρόθυμα και τα έκρυψα με τα χέρια μου σαν να προσπαθούσα να τα προστατέψω απ’ τη λαγνομηχανή αηδίας. Τον κοιτούσα με λύπη και αποστροφή μαζί. «Δεν μπορώ να το συνεχίσω αυτό» είπα και βάλθηκα να φοράω τα παπούτσια μου. Σηκώθηκε σαν να τον χτύπησε ρεύμα, έστρωσε τα ρούχα πάνω του, τα ίσιωσε και ανασήκωσε το φρύδι. «Τι, δεν μπορείς να συνεχίσεις;» ρώτησε με έκπληξη. «Στον έρωτα και στον πόλεμο, γλυκιά μου, όλα επιτρέπονται» είπε με ειρωνεία στη φωνή. «Μα το δικό μας δεν είναι ερωτικό παιχνίδι, αλλά κάτι πασαλείμματα με τα πέλματα» είπα ενοχλημένη μπας και του θυμίσω τι περιλάμβανε το ερωτικό μενού.
Ενοχλήθηκε. Το μούτρο του πήρε πάλι μια έκφραση υπεροχής. «Τα ίδια και τα ίδια θες κι εσύ» είπε απαξιωτικά με τσεχοφικό γελάκι.
«Θες την πεπατημένη του ερωτισμού, αυτά που κάνουν όλοι» είπε και είχε πρασινίσει. «Η διείσδυση, κούκλα μου, είναι τρομερά υπερτιμημένη».
«Συγγνώμη» είπα εγώ και βιάστηκα να υπερασπιστώ τη διείσδυση που την είχε πετάξει στον υπόνομο του ερωτισμού.
Η κουβέντα μας, όπως καταλαβαίνετε, ήταν μόνο γελοία.
Όμως εκείνος συνέχιζε:
«Μπορώ να έχω μια ερωτική επαφή με τα πόδια σου αποκλειστικά και να το απολαύσεις κι εσύ. Αυτό μπορώ να σου δώσω» είπε λες και ήταν ο πάπας και ζητούσα την ευχή του.
«Σίγουρα τα πόδια σου είναι περπατημένα, αλλά όχι με τον τρόπο που θα τα μάθω εγώ να περπατάνε».
Είχε καθίσει στη βελούδινη πολυθρόνα και έτσι ξυπόλυτος,
με τα αξιοθρήνητα άκρα του εκτεθειμένα, έμοιαζε πιο γλοιώδης και από σαλίγκαρο γίγα.
«Φεύγω» είπα.
«Αν φύγεις, δεν έχει γυρισμό» απάντησε δραματικά και άναψε το πούρο του. «Εσύ θα χάσεις, μικρούλα».
Δεν με συνόδευσε μέχρι την εξώπορτα και έτσι όπως ήταν μεγάλο και χαοτικό το σπίτι μπερδεύτηκα και ανοιγόκλεινα πόρτες. Φοβόμουν πως θα έπεφτα σ’ ένα δωμάτιο με πολυθρόνα πεντικιούρ και όλα τα σύνεργα, όπου θα αφαιρούσε νύχια.
Έφυγα και γυρισμό δεν είχε. Μέρες μετά μου ζήτησε να επιστρέψω τα φορεμένα παπούτσια. Του τα ’στειλα με κούριερ
μαζί με το βερνίκι και την κρέμα. Ικανό τον έχω να άλλαξε
σόλες και να τα ξαναδώρισε σε καμιά άλλη επιλαχούσα με νούμερο 37.
Καμιά φορά πέφτω σε κάποια ποιητική συλλογή του ή συνέντευξή του όπου τον παρουσιάζουν σαν τον διανοούμενο της σύγχρονης εποχής. Γελάω όταν τον φαντάζομαι με το αξιοθρήνητο κεφάλι του κολλημένο στο πάτωμα να λέει «πάτα με». Άκου υπερτιμημένη η διείσδυση!
Οι κριτικές είναι υπερτιμημένες.