Σερ Πολ ΜακΚάρτνεϊ
Μουσικός
13 Φεβρουαρίου 2012

Στα δεκάξι προσπαθούσα να τα βγάλω πέρα στο σχολείο, να μάθω κιθάρα και να βρω κοπέλα, πράγμα αδύνατον τον καιρό εκείνο – δεν είχα καθόλου αυτοπεποίθηση. Αυτός είναι κι ο λόγος που πολλά αγόρια μπαίνουν εξαρχής σε συγκροτήματα, για τα κορίτσια και τα λεφτά. Μου φαινόταν πως όλα τα κορίτσια ήταν πέρα από τις δυνατότητές μου και δεν μπορούσα να βρω τρόπο να πλησιάσω μια κοπέλα και να της πω: «Θέλεις να πάμε σινεμά;» Το έβρισκα τρομακτικό. Δεν ήξερα τι να κάνω. Να την αγκαλιάσω; Να κάθομαι και να περιμένω να μιλήσει πρώτη εκείνη ή να μιλήσω πρώτος εγώ; Να την κεράσω καμιά σοκολάτα; Τελικά, κατάφερα να πάω σινεμά με ένα κορίτσι, μια δυο φορές, αλλά και πάλι, δεν μου ήταν εύκολο να είμαι άνετος σαν τον Τζέιμς Μποντ.

Αργότερα κατάλαβα πως αυτό που ένιωθα με τα κορίτσια στα δεκάξι μου ήταν κάτι για το οποίο μπορούσα να γράψω τραγούδια. Και το έκανα. Μάλιστα, έφερνα στον νου μου την εποχή εκείνη για να γράφω και για άλλα πράγματα, όχι μόνο για τον έρωτα. Για παράδειγμα, εκεί όπου έμενα, στο Λίβερπουλ, ζούσαν και μερικές ηλικιωμένες κυρίες και με μια από αυτές είχα πιάσει φιλίες. Της πήγαινα τα ψώνια της κάποιες φορές και καθόμασταν και κουβεντιάζαμε για τη ζωή της. Μου φαινόταν συναρπαστικό να μιλάω με ένα άτομο από άλλη γενιά και, αντί να σκέφτομαι ότι «είναι απλώς μια γριά», συνειδητοποιούσα ότι κι εκείνη κάποτε ήταν νέα και πως είχε εκπληκτικές εμπειρίες με τις οποίες μπορούσα να ταυτιστώ. Ήταν για μένα μια ευχάριστη και εποικοδομητική διαδικασία να πηγαίνω τα ψώνια αυτής της κυρίας. Κι αυτή η εμπειρία με ενέπνευσε να γράψω το «Eleanor Rigby», ένα τραγούδι για τους μοναχικούς ανθρώπους.

Με τις ημερομηνίες δεν τα πάω καθόλου καλά. Οι ειδικοί για τους Beatles τις ξέρουν καλύτερα από μένα, όμως νομίζω πως είχα ήδη γνωρίσει τον Τζον και τον Τζορτζ στα δεκάξι. Ο Τζορτζ έπαιρνε το ίδιο λεωφορείο με εμένα. Τότε έγραφα ήδη τραγούδια. Έγραψα το πρώτο μου στα δεκατέσσερα. Κι έτσι όταν γνώρισα τον Τζον, του είπα: «Έχω κάνα δυο τραγούδια και κάτι άλλα ψιλοπράγματα στην άκρη». Κι εκείνος μου απάντησε: «Κι εγώ». Κι αυτό μας έδεσε. Σκεφτήκαμε ότι «αφού καθένας γράφει μόνος του, μπορούμε να γράψουμε και κάτι μαζί». Και το κάναμε. Τα πρώτα τραγούδια ήταν πολύ απλά, σταδιακά όμως εξελιχθήκαμε και τα επόμενα χρόνια, χωρίς να έχουμε συνειδητοποιήσει ποτέ τι ακριβώς κάναμε, γίναμε ένα συνθετικό ντουέτο. Επίσης, γίναμε πολύ διάσημοι.

Ο πατέρας μου αποτέλεσε μεγάλη επιρροή για τις συνθέσεις μου. Έπαιζε πιάνο στο σπίτι και τον άκουγα πολύ. Μας έμαθε, εμένα και τον αδερφό μου, να εναρμονιζόμαστε κι έτσι ξεκίνησε η αγάπη μου για την αρμονία. Είναι κάτι που δένει πολύ τους ανθρώπους, γι’ αυτό και αγαπάνε τις χορωδίες. Θυμάμαι πως όταν ακουγόταν στο ραδιόφωνο ζωηρή μουσική, ο πατέρας μου κουνούσε το κεφάλι και χτυπούσε τη γροθιά του στον ρυθμό. Αυτή η συνήθειά του αποτέλεσε για μένα μια πολύ τρυφερή ανάμνηση, να τον βλέπω να απολαμβάνει τον ρυθμό της μουσικής. Μου εφιστούσε την προσοχή στον πολύ χαμηλό ήχο που έβγαινε από τα ηχεία και μου έλεγε: «Αυτό λέγεται μπάσο». Και τελικά έγινα μπασίστας, τι περίεργο.

Είχα χάσει πρόσφατα τη μητέρα μου, στα δεκάξι μου. Νομίζω πως, όπως σε κάθε τραγωδία, εάν σταθείς τυχερός, το μυαλό σου βρίσκει έναν τρόπο να αντιμετωπίσει τον πόνο ώστε να μπορέσεις να προχωρήσεις. Ως ένα δεκατετράχρονο αγόρι στο Λίβερπουλ είτε θα έπαιρνα την κάτω βόλτα είτε θα τα έβγαζα πέρα. Η μουσική με βοήθησε πολύ, μου πρόσφερε θετικά συναισθήματα για να αντικαταστήσω τα αρνητικά. Και, φυσικά, έχασε και ο\ Τζον τη μητέρα του μικρός. Κι αυτό το κοινό που είχαμε μας βοήθησε να δεθούμε.

Νομίζω πως ήμουν ένα παιδί με κίνητρα. Ήθελα να τα πηγαίνω καλά στο σχολείο και νόμιζα ότι το κατάφερνα, όμως δεν συμφωνούσαν όλοι οι καθηγητές μου με αυτό και τελικά μάλλον δεν τα πήγαινα και τόσο καλά. Ήμουν σίγουρα ονειροπόλος, πράγμα που δεν το βρίσκω κακό. Θυμάμαι ότι το μάθημα της μουσικής ήταν ανύπαρκτο τότε, είχαμε έναν καθηγητή μουσικής ο οποίος μας έβαζε έναν δίσκο του Μπετόβεν και έβγαινε από την τάξη. Κι εμείς, ένα μάτσο πιτσιρικάδες από το Λίβερπουλ, βγάζαμε τον δίσκο και παίζαμε χαρτιά. Κι όταν ακούγαμε τον καθηγητή να έρχεται, ξαναβάζαμε τον δίσκο, ανοίγαμε τα παράθυρα για να φύγει η κάπνα και καθόμασταν στα θρανία μας. Ευτυχώς για μένα, ανακάλυψα τη μουσική με έναν άλλο τρόπο, και τελικά έγινε το πάθος μου.

Εάν πήγαινα στον δεκαεξάχρονο εαυτό μου και του έλεγα πώς θα εξελισσόταν η ζωή του, δεν θα με πίστευε. Το έχω σκεφτεί πολλές φορές. Όποτε παίζω ζωντανά το «Back In The USSR», λέω στο κοινό: «Αν όταν ήμουν μικρός μού έλεγαν ότι μια μέρα θα γνωρίσω τον πρόεδρο της Ρωσίας και ότι θα έρθει μάλιστα και σε μια συναυλία μου, ε, θα μου φαινόταν απίστευτο». Πολλά πράγματα σχετικά με τους Beatles, τους Wings και το συγκρότημά μου είναι πρωτοφανή. Κι αν γύριζα πίσω στον χρόνο, θα ήταν σαν να βγήκα από την ταινία Επιστροφή Στο Μέλλον. Θα έλεγα στον νεότερο εαυτό μου: «Έρχομαι από το μέλλον κι όσα θα σου πω είναι αληθινά. Συνέχισε την πορεία σου και μην απελπίζεσαι. Δεν θα πιστεύεις τι θα γίνει στη συνέχεια».

Θα έλεγα, επίσης, στον έφηβο εαυτό μου: «Μην είσαι τόσο αγχωμένος με όλα. Ο κόσμος δεν είναι τόσο κακός όσο νομίζεις». Είχα μια καλή οικογένεια, άρα δεν είμαι χαρακτηριστικό παράδειγμα, πάντως εγώ στα δεκάξι μου συνέχεια έλεγα μέσα μου: «Δεν θα βρεις ποτέ κορίτσι και δεν θα βρεις ποτέ δουλειά». Ήμουν αγχωμένος με τα πάντα, ξέροντας ότι δεν είχα μια καλή απάντηση στην ερώτηση: «Τι θα κάνεις στη ζωή σου;»

Οι γεννήσεις των παιδιών μου με γέμισαν ευφορία. Ήμουν πολύ τυχερός, γιατί προερχόμουν από μια μεγάλη οικογένεια του Λίβερπουλ κι έτσι συχνά χρειαζόταν να φροντίσω το μικρό παιδί κάποιου ξαδέρφου ή θείας. Ο Τζον ήταν μοναχοπαίδι και δεν μεγάλωσε με μωρά. Όταν έκανε το πρώτο του παιδί έπρεπε να βρει τρόπο να τα βγάλει πέρα – δεν είχε εμπειρία. Ήταν απ’ αυτούς τους μπαμπάδες που νομίζουν ότι τα μωρά είναι από πορσελάνη και φοβούνται μην τους πέσουν και σπάσουν. Για μένα, όμως, η πατρότητα ήταν κάτι φυσικό. Μεγάλη ευλογία. Κάποια τραγούδια στο καινούργιο άλμπουμ μου είναι εμπνευσμένα από τις μαγικές στιγμές τις οποίες βίωσα στις μεγάλες οικογενειακές συγκεντρώσεις μας, όπου όλοι τραγουδούσαμε και η μουσική ένωνε την οικογένεια.

Ο έφηβος Πολ ΜακΚάρτνεϊ θα ξετρελαινόταν στη σκέψη ότι θα γινόταν διάσημος – ήταν το όνειρό του. Μα το περίεργο είναι πως η ζωή σού δίνει μικρούς οιωνούς, τους οποίους δεν αντιλαμβάνεσαι ως τέτοιους, ώσπου το όνειρο γίνεται πραγματικότητα και τότε αναρωτιέσαι: «Άραγε, ήταν σημάδι εκείνο;» Θυμάμαι όταν ο Τζον κι εγώ αρχίσαμε να κάνουμε παρέα, είχα δει στο όνειρό μου ότι έσκαβα στον κήπο με τα χέρια μου και βρήκα ένα χρυσό νόμισμα. Συνέχισα να σκάβω και βρήκα άλλο ένα κι άλλο ένα. Την επόμενη μέρα αφηγήθηκα στον Τζον το όνειρό μου κι εκείνος μου απάντησε: «Περίεργο, είδα ακριβώς το ίδιο όνειρο». Και θα μπορούσε να πει κανείς ότι βγήκε αληθινό. Θυμάμαι πολλά χρόνια αργότερα να του λέω: «Θυμάσαι εκείνο το όνειρο που είχαμε δει;» Μάλλον το μήνυμα του ονείρου ήταν το εξής: «Παιδιά, μην το βάζετε κάτω».

Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο Γράμμα στον νεότερο εαυτό μου. Μπορείτε να βρείτε το βιβλίο εδώ.