Άρθρο

Ένα συγκινητικά επίκαιρο διήγημα του Νάσου Καραστάθη

Η «Λευκή Πασχαλιά» από το βιβλίο «Μέρες ντυμένες αντίο».

Πλούσιος στη λιτότητά του. Ελεύθερος στο πρόγραμμά του. Μα ο κόσμος αναποδογύρισε.

Ένας άνεμος βίαιος βάλθηκε να ξεριζώσει την τάξη του κόσμου και λογής λογής άνθρωποι έφταναν στο νησί. Όλα γκρεμίστηκαν και πουθενά στύλος να στυλωθείς, απάνεμη γωνιά να κουρνιάσεις. Μέριμνα καμιά από πουθενά και μοναχά απροετοίμαστοι άνθρωποι να μάχονται το χάος. Μαυροφορεμένες γιαγιάδες ξανάπιασαν τα θήλαστρα, πάλι μαμάδες από την αρχή. Γιατροί και νοσοκόμες, άυπνοι, αδύναμοι, αβοήθητοι να σώσουν ό,τι μπορούσαν προσπαθούσαν. Πάρκα, πλατείες, το μεγάλο λιμάνι, έμοιαζαν με πολύχρωμο παζάρι. Μόνο που οι άνθρωποι δεν τριγύριζαν ανέμελα με παγωτό στο χέρι. Οι άνθρωποι –όλοι οι άνθρωποι– είχαν στα μάτια τους το φόβο, την αβεβαιότητα, την καχυποψία. Η υπηρεσία τους στη γραμμή την πρώτη χαμένη από το απρόσμενο, το ξαφνικό κύμα, προσπαθούσε και άλλοτε τα κατάφερνε, και άλλες φορές ανίκανη ψέλλιζε δικαιολογίες. Χάθηκε το μπλε του πελάγου, δραπέτευσε. Τώρα τη θέση του πήρε το πορτοκαλί, το χρώμα που είχαν τα σωσίβια. Και παντού φουσκωτά ξεφούσκωτα.

Ένας άλλος κόσμος ήρθε απότομα, απροετοίμαστα. Άλλες φορεσιές, ξένες, άλλες συνήθειες, αλλιώτικα χρώματα και λαλιές. Ο πόνος να φτάνει έως το μεδούλι, η πίκρα κόμπους κόμπους να πέφτει να τσουρουφλάει τη γη. Πολλοί συνάδελφοι τα βράδια που μαζεύονταν κατάκοποι ξεσπούσαν. Άσχημα μιλούσαν. Άλλοι πάλι ήθελαν να ενώσουν τα χέρια, κύκλο να κάνουν, μέσα να τους βάλουν. Μόνο που όλοι γνώριζαν καλά ότι ήταν μόνοι. Τα κέντρα δήθεν αποφάσιζαν, μα λύση πουθενά. Εκείνος ένιωθε περίεργα, παράξενα πολύ. Έφευγε σαν άκουγε κραυγές, όταν στο λόγο κυρίαρχο ήταν το εμείς και το αυτοί. Δεν ήταν όμως έτοιμος, ανοιχτός, να γίνει αγκαλιά. Είχε ξεβολευτεί. Του άρεσε η τάξη, η σειρά των πραγμάτων, η ησυχία. Η αναταραχή τον αποσυντόνιζε, τον ενοχλούσε βαθιά. Δεν ήταν στην πρώτη γραμμή.

Αξιωματικός γραφείου. Μα άκουγε και σιωπούσε. Σιωπούσε και άκουγε. Έχασε τον ύπνο του και το τσιγάρο έκανε μόνιμη κατοχή στο στόμα του. Απελπισία. Και όταν ο έλεγχος χανόταν, έβλεπες τη βία ντυμένη να περπατά στους δρόμους, να γεννά κραυγές και πόνο. Έβλεπες το κόκκινο να ντύνει το μαύρο της ασφάλτου. Εικόνες ξένες γι’ αυτή τη γωνιά, που ξαφνικά έγινε το κέντρο. Άνθρωποι παντού, καλωδιωμένοι να κραυγάζουν λύσεις, να δείχνουν, να δικάζουν. Πλημμύρισε ο κόσμος λέξεις. Κυλούσε ο χρόνος, ντυμένος μίσος, βία, ενοχές.

Ξεχείλισε ο πόνος, όπως ο καφές στο μπρίκι που ξεχάστηκε. Απελπισία.

Η περασμένη βραδιά μαύρη. Ζητούσε το κακό το μερτικό του. Κίνησε ο ουρανός τη γη να καταπιεί. Ολάκερη τη νύχτα όλα τα στοιχειά βογκούσαν, ξεφυσούσαν, έκαναν πίσω και πάλι ορμούσαν. Μέρα έγινε το σκοτάδι και τα σύννεφα φορτωμένα το κακό το πετούσαν χωρίς έλεος στη θάλασσα τη μαύρη. Άνθρωποι λιανοί, της λεμονιάς λουλούδια, του ήλιου μεσημέρια, ζητούσαν πόρο στα όνειρά τους. Τον βρήκαν στον πάτο μιας θάλασσας που θέριεψε και αποζητούσε τα στολίδια της. Μια τέντα, ένα πανί, ήθελαν πάνω από τα κεφάλια τους. Να προστατευθούν από τον ήλιο και από ό,τι άλλο πετούσε στον ουρανό τους. Να μυρίζει το σπίτι τους ψωμί και να ακούν τα παιδιά τους να συλλαβίζουν στο τραπέζι της κουζίνας. Τα βράδια σαν βγαίνουν στο κατώφλι να κοιτούν χωρίς φόβο τα άστρα. Αυτά ήθελαν.

Τους τα αρνήθηκαν. Τώρα κάθισαν στο βυθό, δίπλα από αστερίες και πολύχρωμα όστρακα. Κάθισαν να ξεκουραστούν. Άπλωσαν τα πρησμένα πόδια τους δίπλα από κοράλλια, και στα γένια τους μπαινοβγαίνουν της θάλασσας μικρά ψαράκια. Στα χείλη τους ζωγραφισμένο έχουν ένα πικρό χαμόγελο. Δεν πειράζει, μας συγχωρούν, λένε. Προσπαθούσε ολάκερη η υπηρεσία, όλη νύχτα. Μάταια. Κάποιοι άνδρες κινδύνευσαν και οι ίδιοι.

Το άλλο πρωί κανείς δεν περίσσευε. Ήταν ανάγκη και εκείνος για πρώτη φορά να ανεβεί σε σκάφος. Και ανέβηκε. Ξεκίνησε με άλλους δυο συναδέλφους για τον τόπο που έγινε το μεγάλο κακό. Ο ήλιος έβγαινε, ίδιος βασιλιάς από το παλάτι του, εργάτης που έχει σίγουρο το μεροκάματό του και τανύζεται πριν ξεκινήσει. Τίποτε δε θύμιζε το χθεσινό κακό.

Τώρα το πικρό νερό είχε πάρει αυτό που ήθελε, είχε δείξει τη δύναμή του, είχε κερδίσει το σεβασμό του, είχε δεχθεί τη θυσία, και γαλήνη κυριαρχούσε.

Έφτασαν. Εκείνος στεκόταν στα γόνατα, στη μύτη του σκάφους. Έσβησαν τη μηχανή. Απόλυτη ησυχία στον αέρα. Πλημμυρισμένο το νερό. Πολύχρωμες πλαστικές σακούλες, κάποιες γεμάτες ακόμη επέπλεαν. Φτηνά σανδάλια που έψαχναν το ταίρι τους. Σωσίβια λυπημένα γιατί δεν έκαναν ό,τι υποσχέθηκαν. Πελώριες μαύρες σαμπρέλες, να σε κοιτούν όλο μάτια, φοβισμένες ακόμη από αυτό που έζησαν. Ένα μολύβι να κολυμπάει, αντί να ξεκουράζεται πάνω σε θρανίο ή να ιδρώνει σε χέρι παιδικό.

Λίγο πιο πέρα ένα λεπτό μπλοκ ζωγραφικής που ήταν αδύνατον να καταλάβεις τι είχε ζωγραφισμένο. Χρώματα διαλυμένα, όνειρα κατεστραμμένα. Ένα μεγάλο καρβέλι ψωμί, που δεν πρόλαβε να χορτάσει κανέναν. Τώρα γύρω του μαζεμένα εκατοντάδες μικρά ψαράκια, να ορμούν όλα μαζί, με λύσσα θαρρείς. Έπαιρναν γρήγορα ό,τι χωρούσε το μικρό στοματάκι τους, γύριζαν πίσω και πάλι όλα μαζί, σαν αρχαία φάλαγγα ξαναορμούσαν. Λες και είχαν καταλάβει το κακό που έγινε λίγες ώρες πριν και ήθελαν με μίσος να το εξαφανίσουν. Χόρτασαν με το ψωμί που ήταν άλλους να χορτάσει. Κάποια μπλουζάκια είχαν λίγο βυθιστεί και όπως είχαν γεμίσει με αλμυρό κακό νερό, επέπλεαν λες και ένα αόρατο, άυλο σώμα τα οδηγούσε. Ένα μικρό καπέλο παράμερα στεκόταν λυπημένο, γιατί πια δε θα άκουγε τραγούδι παιδικό. Τότε είδε μια μικρή πλαστική κούκλα, γυμνή, να πλέει ανάσκελα, κοιτώντας τον ήλιο. Φαινόταν σαν να τον ρωτούσε γιατί, και εκείνος από ντροπή, επειδή δεν είχε απαντήσεις, έτρεξε και κρύφτηκε πίσω από ένα σύννεφο περαστικό. Κοίταξε και εκείνον στα μάτια, μάζεψε ό,τι δυνάμεις της είχαν απομείνει και του ψιθύρισε:

«Το εμείς και το εσείς, ένα τσιγάρο δρόμος».

 

Απόσπασμα από τη «Λευκή Πασχαλιά», από το βιβλίο του Νάσου Καραστάθη «Μέρες ντυμένες αντίο».

Αφήστε μια απάντηση