Άρθρο, Βιβλιοπαρουσίαση

Μικρές ιστορίες, μεγάλα μαθήματα: «Εάν δεν έχεις κοιμηθεί στην πέτρα, δεν μπορείς να εκτιμήσεις το μαξιλάρι»

Ο Θανάσης Ευθυμιάδης επιστρέφει με το νέο του βιβλίο «Μικρές ιστορίες, μεγάλα μαθήματα» που κυκλοφορεί στις 7 Μαρτίου.

Μικρές ιστορίες, μεγάλα μαθήματα. Ο Θανάσης Ευθυμιάδης επιστρέφει με το νέο του βιβλίο και όλες τις ιστορίες, τους ανθρώπους και τα γεγονότα που έχει επιλέξει η μνήμη του να συγκρατήσει. Τα μοναδικά μαθήματα, όσο χαρούμενα ή δύσκολα, που καθόρισαν τη ζωή του, από τότε που θυμάται τον εαυτό του μέχρι σήμερα.

 

Διαβάστε ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Μικρές ιστορίες, μεγάλα μαθήματα» που είναι διαθέσιμο για προπαραγγελία και κυκλοφορεί στις 7 Μαρτίου.

 

Μικρές ιστορίες, μεγάλα μαθήματα

Βλέποντας τις ιστορίες μου με τα μάτια τού σήμερα, συνειδητοποίησα ότι η καθεμία έπαιξε τον ρόλο της στην πορεία της ζωής μου. Κανένα συμβάν και καμία συνάντηση δεν έγινε «τυχαία». Όλα ήταν «τυχερά». Νιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη για όλους αυτούς τους ανθρώπους που γέμισαν τη ζωή μου με εμπειρίες. Τους ευχαριστώ από καρδιάς όλους – από αυτούς που θυμάμαι και γελάω, μέχρι αυτούς που δεν θα ήθελα να ξανασυναντήσω.

 

4
Ο πληθωρικός

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ που ήρθα στην Αθήνα έμενα στην Καλλιθέα. Έμενε ο φίλος μου ο Γιάννης από την Καβάλα εκεί, που είχε κατέβει για σπουδές έναν χρόνο πριν από μένα και έτσι η πρώτη μου «στάση» ήταν στην Καλλιθέα. Το 1989, όμως, έκλεισα την πρώτη μου συνεργασία για το θέατρο με τον σκηνοθέτη Λευτέρη Βογιατζή και η προετοιμασία της παράστασης θα γινόταν σε ένα κτίριο στην Πλάκα, οπότε άρχισα να ψάχνω σπίτι στο κέντρο. Μια μέρα, όπως γύριζα με το μηχανάκι, παρέα με μια φίλη μου, από τον περιφερειακό δρόμο του λόφου Φιλοπάππου (απέναντι από την Ακρόπολη), βλέπουμε ένα μικρό ανηφοράκι με τρία σπίτια, την οδό ΕΠΙΦΑΝΟΥΣ. Είναι το μόνο δρομάκι που ξεφεύγει από τον περιφερειακό και σκαρφαλώνει προς τον λόφο. Ένιωσα ένα περίεργο «κάλεσμα» και ανέβηκα το ανηφοράκι. Εκείνη τη στιγμή έβγαινε ένας ευγενέστατος κύριος από το μεσαίο διώροφο σπίτι, για να μπει στο αυτοκίνητό του. «Συγνώμη» του λέω «μήπως ξέρετε αν νοικιάζεται κάποιο σπίτι;». Μας κοιτάζει για λίγο και απαντάει: «Στον δεύτερο όροφο μένει η μητέρα μου, στον πρώτο
εγώ με την οικογένειά μου και στο ισόγειο έμενε ο αδερφός μου, αλλά από τότε που παντρεύτηκε έφυγε και ζει αλλού. Δεν καίγεται να το νοικιάσει, αλλά θα του πω ότι ενδιαφέρεται ένα συμπαθητικό παιδί». «Ευχαριστώ πολύ» είπα εγώ. «Και τι δουλειά κάνεις;» με ρωτάει ο ευγενικός κύριος. Είχα έτοιμη την απάντηση: «Ιδιωτικός υπάλληλος».

 

Στους ιδιοκτήτες σπιτιών δεν άρεσε καθόλου να ακούνε ότι είμαι ένας νέος ηθοποιός που μόλις ξεκινάει την καριέρα του. Σε όσες περιπτώσεις το είχα πει αμέσως μου έλεγαν ότι δεν δίνουν το σπίτι τους σε καλλιτέχνες που αύριο μπορεί να μην έχουν να πληρώσουν. Δυστυχώς, ήταν τα δύσκολα χρόνια για τους ηθοποιούς, πριν την ιδιωτική τηλεόραση που έφερε τα πολλά σίριαλ και τις πολλές θέσεις εργασίας. Είπα λοιπόν «ιδιωτικός υπάλληλος», μιας και η συνεργασία που είχα κλείσει ήταν για τουλάχιστον τρία χρόνια, με σίγουρο μισθό και χώρο εργασίας το ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν στην Πλάκα, οπότε δεν ένιωθα ότι λέω ακριβώς ψέματα.
Όλα πήγαν καλά και ο ιδιοκτήτης με συμπάθησε και μου νοίκιασε το σπίτι σε μια πολύ λογική τιμή. Δεν ήταν μόνο ότι είχα τον λόφο Φιλοπάππου έξω από το σπίτι μου, δεν ήταν μόνο ότι περπατώντας οχτώ λεπτά από τον πεζόδρομο της Ακρόπολης ήμουνα στη δουλειά μου, ήταν ότι στο ακριβώς διπλανό κτίριο έμενε ο Μίκης Θεοδωράκης με όλη την οικογένειά του. Στον πάνω όροφο αυτός και η γυναίκα του, στο μεσαίο η κόρη του η Μαργαρίτα με τον άντρα και τα παιδιά τους και στο ισόγειο ο γιος του Μίκη.
Με τη Μαργαρίτα και τον άντρα της Δημήτρη γνωριστήκαμε και, φυσικά, από την αρχή τούς είπα ότι είμαι ηθοποιό. Εκτιμούσαν πολύ τον σκηνοθέτη μου Λευτέρη Βογιατζή και, αφού με είδαν και στην πρώτη μου παράσταση (Αντιγόνη του Σοφοκλή), μάλλον η Μαργαρίτα θα είπε καλά λόγια στον πατέρα της και έτσι άρχισε ο Μίκης να μου μιλάει κάπως περισσότερο – πέρα από τα τυπικά γεια και καλημέρα που λέγαμε
τον πρώτο καιρό.
Έμεινα σε εκείνο το σπίτι 12 χρόνια. Λίγα χρόνια μετά την πρώτη μου παράσταση, ήρθε και η πρώτη μου μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία με το Ντόλτσε Βίτα, και όλη η γειτονιά χάρηκε. Και ενώ όλοι οι υπόλοιποι είχαν να μου πουν μια καλή κριτική για κάθε καινούρια μου συνεργασία, ο Μίκης μού έκανε κριτική για κάθε καινούρια μου κοπέλα. Πάντα με χιούμορ. Δεν υπονοώ ότι είχαμε γίνει «κολλητοί» και μιλούσαμε με τις ώρες αλλά, με τον Μίκη, και λίγα λεπτά να μιλούσες μαζί του ένιωθες γεμάτος. Ήταν και η παρουσία του πληθωρική. Ψηλός, με σγουρά γκρίζα φουντωτά μαλλιά και μεγάλα χέρια.
Μια μέρα που είχε διάθεση για λίγη κουβέντα παραπάνω βρήκα την ευκαιρία και τον ρώτησα: «Κύριε Θεοδωράκη, δικαίως απολαμβάνετε τώρα την παγκόσμια καταξίωσή σας, ως καλλιτέχνης και ως προσωπικότητα, αλλά από εκείνα τα δύσκολα χρόνια της χούντας, με τις εξορίες και όλα αυτά που έχετε υποστεί, τι έχει μείνει;». «Έχουν μείνει μόνο χρήσιμα μαθήματα που με βοηθούν να χαίρομαι τη ζωή» μου απαντά. «Σας παρακαλώ, θα μπορούσατε να μου πείτε ένα από αυτά τα μαθήματα;». Με κοιτάζει, σκέφτεται για λίγο, χαμογελάει και μου λέει: «Εάν δεν έχεις κοιμηθεί στην πέτρα, δεν μπορείς να εκτιμήσεις το μαξιλάρι».

 

Αφήστε μια απάντηση