Άρθρο

Το αλφαβητάρι της στρατιωτικής θητείας

Από το βιβλίο του Θοδωρή Χονδρόγιαννου «Στη χώρα του Χωσέ».

«Αστεράτος».

«Γιωτάμηνος».

«Πετσικαρισμένος».

Ή αλλιώς, η λεγόμενη φανταροσλάνγκ. Η αργκό, δηλαδή, που μαθαίνει κανείς (σχεδόν) αναγκαστικά κατά τη διάρκεια της θητείας του. Εκτός κι αν είναι «Γιωτάς».

Στο βιβλίο του Στη χώρα του Χωσέ, ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος καταγράφει τις κωμικοτραγικές περιπέτειές του στον στρατό – με όλα τα χωσέ και τα ζόρια που περιλαμβάνονται στο πακέτο. Το μάντρωμα, τη στέρηση της σάρκας, το γερμανικό, την αϋπνία, τους στρατόκαυλους αξιωματικούς και τη μοναξιά ενός πολίτη που στωικά καρτερεί τη νεκρανάστασή του.

Απλώς, μερικές από αυτές τις περιγραφές χρειάζονται γλωσσάρι. Όσοι νοσταλγικοί απολυμένοι και όσοι αγχωμένοι νεοσύλλεκτοι, προσέλθετε.

 

Α

Αστεράτος: Ο υπό ευρεία έννοια αξιωματικός. Προέρχεται από το αστέρι, το οποίο κοσμεί τα γαλόνια όλης της στρατιωτικής ιεραρχίας, από τον βαθμό του ανθυπολοχαγού και πάνω.

 

Β

Βησιγότθος: Ο αξιωματικός που είναι περιβόητος για τους γκροτέσκ, αγενείς, στρατόκαυλους τρόπους του. Ο βάρβαρος που κατέβηκε από τα ορεινά και χώθηκε με ρουσφέτι στον στρατό. Συνώνυμα: Ούννος, Οστρογότθος, γιδοβοσκός, τυρόβλαχος.

 

Γ

Γιωτάμηνος: Ο εξάμηνος φαντάρος ή εν γένει αυτός που λόγω πολυτεκνίας ή άλλου προσωπικού λόγου υπηρετεί λιγότερο από τους υπόλοιπους της σειράς του. Χρησιμοποιείται χλευαστικά από όσους στρατιώτες μένουν παραπάνω στη στενή.

 

Δ

Δίκας: Ο διοικητής, ειδικά άμα τον έχεις άχτι για τα χωσέ του.

 

Ε

Ελεύθερος μυαλού: Εμπνευσμένο από το «ελεύθερος υπηρεσίας», υποδηλώνει τον άμυαλο φαντάρο, τον ακατάλληλο γιωτά, που δεν του πολυκόβει. Συνώνυμο: Ελεύθερος ζωής.

 

Ζ

Ζαλίκα: Το φορτίο που ζαλώνεται ο φαντάρος. Το χαμαλίκι.

 

Θ

Θαλαμοφύλακας: Ο στρατιώτης που βαράει θαλαμοφυλίκι, υπηρεσία κατά την οποία είναι υπεύθυνος για την καταγραφή των όπλων που μπαίνουν και βγαίνουν απ’ τον οπλοβαστό. Επίσης, έχει υπ’ ευθύνη του τους θαλάμους και πρέπει να ξυπνάει εγκαίρως τους στρατιώτες για να πιάσουν υπηρεσία, αν δεν θέλει να φάει ξύλο και βλαστήμιες απ’ όσους περιμένουν την αλλαγή τους.

 

Ι

Ιγκλού: Αποθήκη με πυρομαχικά και όπλα. Παίρνει το όνομά της από το τοξωτό σχήμα της οροφής της.

 

Κ

Καναδέζα: Στρατιωτικό όχημα με καρότσα, για φόρτωμα στρατιωτών και εξοπλισμού.

 

Λ

Λακριντί: Τουρκικής προέλευσης λέξη που σημαίνει την άσκοπη κουβέντα, τη φλυαρία, συχνά με διάθεση πεσιματικής.

 

Μ

Μπομπ Σφουγγαράκης: Η ομελέτα του στρατού.

 

Ο

ΟΒΑ: Οπλίτης Βραχείας Ανακατάταξης. Χλευαστικά: Όσο Βλάκα Αντέχεις.

 

Π

Πετσικαρισμένος: Ταλαιπωρημένος, ξεφτισμένος, στραβωμένος.

 

Ρ

Ρουφιάνος: Το ονοματόσημο στη στολή που καρφώνει, ρουφιανεύει το ονοματεπώνυμο του φαντάρου ή του στελέχους.

 

Σ

Σαρδελάς: Ο αξιωματικός των χαμηλότερων βαθμίδων (δεκανέας, λοχίας, επιλοχίας, αρχιλοχίας). Προέρχεται από τα διακριτικά των γαλονιών τους, γραμμές σε σχήμα «V» που θυμίζουν σαρδέλες σε κονσέρβα. Για τις αξιωματικίνες υπάρχει το σαρδελού.

 

Τ

Τζιτζίκι: Ο πεζικάριος.

 

Υ

Υπόθεμα: Λεπτό στρώμα που απλώνεται στο χώμα για την εκπαίδευση με όπλα. Η χρήση του συνιστάται για να μην περάσουν πετραδάκια στο όπλο και πέσουν καμπάνες λόγω μπλοκαρίσματός του.

 

Φ

Φιδιάζω: Αράζω χωρίς να κάνω τίποτα, συχνά σερνόμενος από το ένα μέρος στο άλλο σαν ερπετό, για να μη με πάρουν χαμπάρι και με χώσουν αγγαρεία ή υπηρεσία.

 

Χ

Χωσέ: (α) Προέρχεται από το ≪χώσιμο≫ και υποδηλώνει την υπηρεσία ή την αγγαρεία στην οποία υπηρεσιολόγος και διοικητής χώνουν έναν στρατιώτη. (β) Ως παρατσούκλι, υποδηλώνει τον υπηρεσιολόγο, τον χωσιματία.

 

Μπορείτε να βρείτε το βιβλίο του Θοδωρή Χονδρόγιαννου Στη χώρα του Χωσέ εδώ.

Αφήστε μια απάντηση